3,277,218
edits
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ,και δωρ. τ. [[παγά]] Α<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]] γης από το οποίο αναβλύζει [[νερό]], που προέρχεται από υπόγεια [[φυσική]] [[δεξαμενή]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]], ο [[χώρος]] από όπου προέρχεται [[κάτι]] (α. «πλουτοπαραγωγικές πηγές» β. «[[πηγή]] πετρελαίου» γ. «[[νέες]] πηγές δανεισμού» δ. «ἀργύρου [[πηγή]]» ε. «πρὸς ἡλίου πηγαῑς»)<br /><b>3.</b> η [[αρχή]], η [[προέλευση]] ή η [[αιτία]] (α. «ἤτονε τσ' ἀρετῆς [[πηγή]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ θύραν παραδείσου», Εκκλ.<br />γ. «κακῶν πηγὴ | |mltxt=η, ΝΜΑ,και δωρ. τ. [[παγά]] Α<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]] γης από το οποίο αναβλύζει [[νερό]], που προέρχεται από υπόγεια [[φυσική]] [[δεξαμενή]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]], ο [[χώρος]] από όπου προέρχεται [[κάτι]] (α. «πλουτοπαραγωγικές πηγές» β. «[[πηγή]] πετρελαίου» γ. «[[νέες]] πηγές δανεισμού» δ. «ἀργύρου [[πηγή]]» ε. «πρὸς ἡλίου πηγαῑς»)<br /><b>3.</b> η [[αρχή]], η [[προέλευση]] ή η [[αιτία]] (α. «ἤτονε τσ' ἀρετῆς [[πηγή]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ θύραν παραδείσου», Εκκλ.<br />γ. «κακῶν πηγὴ πᾶσιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> υμενώδες [[διάστημα]] του κρανιακού κύτους, [[πριν]] από την πλήρη [[οστεοποίηση]] του, στα [[σημεία]] που ενώνονται οι ραφές τών οστών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «Ζωοδόχος Πηγή» — [[προσωνυμία]] της Θεοτόκου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρωτότυπο [[κείμενο]] ή αυθεντικό [[έγγραφο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις μελέτες και τα βοηθήματα, από τη [[μελέτη]] του οποίου επαληθεύονται γεγονότα και συνάγονται συμπεράσματα<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πηγές</i><br /><b>γεωλ.</b> συνεχείς ή περιοδικές φυσικές εμφανίσεις υπόγειων υδροφόρων οριζόντων στην [[επιφάνεια]] της Γης<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός από τον οποίο προέρχεται μια [[πληροφορία]], μια [[είδηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πηγή]] ενέργειας» — [[κάθε]] [[σύστημα]] που παρέχει [[ενέργεια]] υπό οποιαδήποτε [[μορφή]] (α. «[[πηγή]] θερμότητας» β. «φωτεινή [[πηγή]]» ή «[[πηγή]] φωτός» γ. «[[ραδιενεργός]] [[πηγή]]»)<br />β) «θερμές πηγές» — οι πηγές τών οποίων το [[νερό]] έχει [[θερμοκρασία]] ανώτερη από τη [[μέση]] ετήσια [[θερμοκρασία]] του τόπου στον οποίο αναβλύζουν<br />γ) «μεταλλικές πηγές» — οι πηγές τών οποίων το [[νερό]] [[είναι]] πλούσιο σε διαλυμένες ανόργανες ουσίες και [[αέρια]]<br />δ) «ιαματικές πηγές» — οι μεταλλικές πηγές τών οποίων το [[νερό]] χρησιμοποιείται για τη [[θεραπεία]] ορισμένων ασθενειών<br />ε) «[[πηγή]] μολύσματος»<br /><b>(φυτοπαθολ.)</b> [[κάθε]] [[υπόστρωμα]] ή [[τόπος]] όπου παράγεται και από ὁπου μεταδίδεται ένα [[μόλυσμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για δάκρυα) ροή (α. «δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων», Κασσ. β. «ἴσχειν δ' [[οὐκέτι]] πηγὰς [[δύναμαι]] δακρύων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ πηγαί</i><br />οι κανθοί τών ὀφθαλμών, από ὁπου πηγάζουν τα δάκρυα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πηγαὶ γάλακτος» — η ροή του γάλακτος, το να τρέχει το [[γάλα]]<br />β) «πηγαὶ μαστῶν» — το [[γάλα]] από τη θηλάζουσα [[γυναίκα]]<br />γ) «πηγαὶ βοτρύων» — το [[κρασί]]<br />δ) «πηγαί πόντου» — θαλασσινό [[νερό]]<br />ε) «πηγαὶ τροφῆς τῷ γεννωμένῳ» — το μητρικό [[γάλα]]<br />στ) «πηγαὶ Ἡλίου» — ο Νότος<br />ζ) «πηγαι Νυκτός» — ο Βορράς<br />η) «πυρὸς παγαί» — το [[ηφαίστειο]]<br />θ) «τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι' ὤτων» — της αίσθησης της ακοής<br />ι) «πηγαὶ ἐμαί» — η [[αρχή]] της ύπαρξής μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[πήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> [[πηγυλίς]] «παγος», [[παγετός]], [[πάγος]]) οφείλεται στο [[γεγονός]] ότι τα ονόματα της λ. [[πηγή]] σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εκφράζουν την [[έννοια]] του πάγου, του ψύχους: αρχ. σλαβ. <i>studenici</i>, λιθουαν. <i>šaltinis</i>, ρωσ. <i>studa</i> (<b>πρβλ.</b> τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «<i>νίβα</i><br /><i>χιόνα</i> και [[κρήνη]]»). Βλ. και λ. [[Στύξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |