Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πας: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  29 October 2022
m
Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς"
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> [[πάσα]], παν / πᾱς, πᾶσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. [[πάνσα]], λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ<br /> <b>(αντων.)</b> Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) <b>γεν.</b> <i>παντός</i>, <i>πάσης</i>, <i>παντός</i>. β) <b>δοτ.</b> <i>παντί</i>, <i>πάση</i>, <i>παντί</i><br /> γ) <b>(αιτ.)</b> [[πάντα]], <i>πᾶσαν</i>, <i>πᾱν</i>, αρσ. και <i>πᾱν</i><br /> <b>2.</b> στον πληθ. α) <b>(ονομ.)</b> <i>πάντες</i>, <i>πᾶσαι</i>, [[πάντα]]<br /> β) <b>γεν.</b> <i>πάντων</i>, <i>πασῶν</i>, <i>πάντων</i>, επικ. και ιων. τ. θηλ. <i>πασέων</i>, επικ. τ. θηλ. και <i>πασάων</i><br /> γ) <b>δοτ.</b> <i>πᾱσι</i>, <i>πάσαις</i>, <i>πᾱσι</i>, επικ. και δελφ. τ. αρσ. και ουδ. πάντεσσι, λοκρ. και δελφ. τ. αρσ. και ουδ. [[πάντεσι]](<i>ν</i>) και [[πάντοις]]<br /> δ) <b>(αιτ.)</b> <i>πάντας</i>, <i>πάσας</i>, [[πάντα]]<br /> II. ΣΗΜ.: 1. όλος, [[ολόκληρος]], [[σύμπας]], [[ακέραιος]] (α. «θα σού πω την πάσαν [[αλήθεια]]» β. «τὴν φάτνην τῶν ἵππων ἐοῦσαν χαλκέην πᾶσαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>2.</b> <b>(επιτατ.)</b> όσο το δυνατόν [[περισσότερος]], μεγαλύτερος ή ισχυρότερος (α. «θα έλθω πάση [[θυσία]]» β. «[[μετὰ]] πάσης ἀδείας ἀσφαλῶς ἐν [[εὐδαιμονία]] τὰς ἑαυτῶν ᾤκουν πατρίδας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> <b>3.</b> (επιμεριστικώς) [[καθένας]], [[έκαστος]] (α. «[[κατά]] παν τέταρτον [[έτος]]» β. «φιλεῖ γὰρ πρὸς τὰ χρηστὰ πᾱς ὁρᾱν», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>4.</b> (με αορστ. σημ.) [[οποιοσδήποτε]] (α. «πᾱς μὴ [[Ἕλλην]] [[βάρβαρος]]», παροιμ. φρ.<br /> β. «οὐ παντὸς πλεῖν ἐς Κόρινθον», παροιμ. φρ.)<br /> <b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> η [[ολότητα]], το [[σύνολο]] (α. «δεν [[είναι]] πάντες ευσυνείδητοι» β. «τῆς σῆς πορείας [[μνῆμα]] τοῖς πᾱσι βροτοῖς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>6.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι πάντες</i><br /> όλοι οι άνθρωποι, το [[πλήθος]]<br /> <b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το παν</i><br /> α) το όλον, η [[ολότητα]], το [[σύνολο]] («η [[αρχή]] [[είναι]] το ήμισυ του παντός»)<br /> β) το [[σύμπαν]], η [[πλάση]], ο [[κόσμος]] («ο [[ποιητής]] του παντός» — ο Θεός)<br /> <b>8.</b> (το ουδ. στον πληθ. με επιρρμ. [[χρήση]]) τα [[πάντα]]<br /> α) με [[κάθε]] τρόπο, από οποιαδήποτε [[άποψη]] («ὁ τὰ [[πάντα]] φιλαίτατος», <b>Θεόκρ.</b>)<br /> β) ολοσχερώς<br /> <b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «διά παντός» — για [[πάντα]], [[παντοτινά]]<br /> β) «διά πασών» — <b>βλ.</b> [[διαπασών]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> (το θηλ. ως επιμεριστική αντων. για όλα τα γένη) [[κάθε]] («ξετελειωμένος [[βασιλιάς]] πλι' [[άξιος]] σε [[πάσα]] τρόπο», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /> <b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το κυριότερο [[σημείο]], η [[ουσία]] πράγματος ή θέματος («το παν σε έκτακτες περιστάσεις [[είναι]] η [[ψυχραιμία]]»)<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μια για [[πάντα]]» ή «[[άπαξ]] διά παντός» — για μια και μοναδική [[φορά]]<br /> β) «[[κατά]] [[πάντα]]» — από οποιαδήποτε [[άποψη]]<br /> γ) «εν παντί» — σε οποιαδήποτε [[περίσταση]]<br /> δ) «προ παντός» και «προ πάντων» ή «[[προπαντός]]» και «[[προπάντων]]» — [[κατά]] πρώτο λόγο, πρωτίστως, [[κυρίως]]<br /> ε) «επί πάσι(ν)» — [[εκτός]] από όλα τα άλλα, επί [[πλέον]], επιπροσθέτως<br /> στ) «[[τέλος]] πάντων» ή «τελοσπάντων»<br /> i) επιτέλους («θα σταματήσεις τελοσπάντων να μέ ενοχλείς;») ii) (ως [[κατακλείδα]] ομιλίας) [[λοιπόν]]<br /> (νεοελλ.-μνσ.) <b>φρ.</b> «οι Άγιοι Πάντες» — το [[σύνολο]] των γνωστών και άγνωστων άγιων [[ανδρών]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> ο [[κάθε]] είδους, [[παντοειδής]] («πρὸς οἶκον ἦλθε πᾶσαν εὔκλειαν φέρων», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> σε [[συνεκφορά]] με αριθμτ. σημαίνει τον ακριβή αριθμό («[[δέκα]] [[πάντα]] τάλαντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>3.</b> (το ουδ. στον πληθ.) [[πάντα]]<br /> όλα ανεξαιρέτως τα συμβαίνοντα<br /> <b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πᾱς τις» — [[καθένας]] ιδιαιτέρως<br /> β) «δοκεῖ πάσαις [ταῖς ψήφοις]» — αποφασίζεται [[παμψηφεί]]<br /> γ) «παντὸς μᾶλλον» — απολύτως, αναγκαίως<br /> δ) «περὶ παντὸς ποιοῦμαι» — [[εκτιμώ]] περισσότερο από [[κάθε]] [[άλλο]]<br /> ε) «οὐ πᾱς» — [[ουδείς]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>πᾶς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πắντ</i>-<i>ς</i> με [[αντέκταση]]), <i>πᾶσα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πắνσα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πắνσσα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πắντyα</i>), <i>πᾶν</i> (που, παρ' ότι βραχύ, <b>πρβλ.</b> αιολ. / δωρ. <i>πάν</i>, στην ιων. αττ. μακρύνθηκε αναλογικά [[προς]] το [[αρσενικό]]) συνδέεται πιθ. με τα τοχαρ Α' <i>puk</i> και το<br /> χαρ. Β' <i>pο</i>, πληθ. <i>ponta</i>. Η [[μαρτυρία]] στη Μυκηναϊκή των τ.: <i>pate</i> = <i>πάντες</i>, <i>pasa</i> = <i>πᾶσα</i> και <i>pasi</i> αποκλείουν την [[αναγωγή]] του επιθ. σε [[ρίζα]] με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο και [[επομένως]] τη [[σύνδεση]] του με το ρ. [[πάομαι]] «[[κατέχω]], [[είμαι]] [[κύριος]]» ή με το λατ. <i>quantus</i> «[[πόσος]], [[οπόσος]]». Κατ' άλλους, [[τέλος]], το επίθ. <i>πᾶς</i> συνδέεται με το επίρρ. <i>πυξ</i> «με [[γροθιά]]» και το αριθμητικό [[πέντε]] (<b>πρβλ.</b> και αρχ. άνω γερμ. <i>fust</i> «[[γροθιά]]», χεττιτ. τ. <i>panku</i> «πας»), <b>βλ. λ.</b> <i>πυξ</i>. Το επιθ. <i>πᾶς</i>, <i>πᾶσα</i>, πᾶν εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. της Ελληνικής με τις μορφές: α) <i>παν</i>- (και <i>παγ</i>- και <i>παμ</i>-) από το ουδ. <i>παν</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>παν</i>-)<br /> β) <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;"><</span> θ. της γεν. <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>παντ</i>[[ο]]-)<br /> και γ) <i>πασι</i>- <span style="color: red;"><</span> θ. της δοτ. πληθ. <i>πᾶσι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πασί</i>-<i>γνωστος</i>, <i>πασί</i>-<i>δηλος</i>, <i>πασι</i>-<i>φανής</i>). Για τη σημασιολογική [[συνάφεια]] [[μεταξύ]] των <i>πᾶς</i> και [[ὅλος]] <b>βλ. λ.</b> <i>όλος</i>.<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πανταχόθεν]], [[πανταχού]], [[πάντη]], [[πάντοθεν]], [[παντοίος]], [[πάντως]], [[πάνυ]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[πανταχή]], [[πανταχοί]], [[πανταχόσε]], [[πανταχώς]], [[πάντοθι]], [[πάντοσε]], [[παντότης]]<br /> <b>αρχ.-μσν.</b><br /> [[πανταχόθι]]<br /> <b>μσν.- νεοελλ.</b><br /> [[πάντα]] (Ι).<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για συνθ. με α' συνθετικό <i>πᾶς</i> <b>βλ. λ.</b> <i>παν</i>- και <i>παντ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) [[απαξάπας]], [[άπας]], [[σύμπας]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[ανάπας]], [[έμπας]], [[επίπας]], [[πάμπαν]], [[πρόπας]], [[συνάπας]].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> [[πάσα]], παν / πᾶς, πᾶσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. [[πάνσα]], λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ<br /> <b>(αντων.)</b> Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) <b>γεν.</b> <i>παντός</i>, <i>πάσης</i>, <i>παντός</i>. β) <b>δοτ.</b> <i>παντί</i>, <i>πάση</i>, <i>παντί</i><br /> γ) <b>(αιτ.)</b> [[πάντα]], <i>πᾶσαν</i>, <i>πᾱν</i>, αρσ. και <i>πᾱν</i><br /> <b>2.</b> στον πληθ. α) <b>(ονομ.)</b> <i>πάντες</i>, <i>πᾶσαι</i>, [[πάντα]]<br /> β) <b>γεν.</b> <i>πάντων</i>, <i>πασῶν</i>, <i>πάντων</i>, επικ. και ιων. τ. θηλ. <i>πασέων</i>, επικ. τ. θηλ. και <i>πασάων</i><br /> γ) <b>δοτ.</b> <i>πᾱσι</i>, <i>πάσαις</i>, <i>πᾱσι</i>, επικ. και δελφ. τ. αρσ. και ουδ. πάντεσσι, λοκρ. και δελφ. τ. αρσ. και ουδ. [[πάντεσι]](<i>ν</i>) και [[πάντοις]]<br /> δ) <b>(αιτ.)</b> <i>πάντας</i>, <i>πάσας</i>, [[πάντα]]<br /> II. ΣΗΜ.: 1. όλος, [[ολόκληρος]], [[σύμπας]], [[ακέραιος]] (α. «θα σού πω την πάσαν [[αλήθεια]]» β. «τὴν φάτνην τῶν ἵππων ἐοῦσαν χαλκέην πᾶσαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /> <b>2.</b> <b>(επιτατ.)</b> όσο το δυνατόν [[περισσότερος]], μεγαλύτερος ή ισχυρότερος (α. «θα έλθω πάση [[θυσία]]» β. «[[μετὰ]] πάσης ἀδείας ἀσφαλῶς ἐν [[εὐδαιμονία]] τὰς ἑαυτῶν ᾤκουν πατρίδας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> <b>3.</b> (επιμεριστικώς) [[καθένας]], [[έκαστος]] (α. «[[κατά]] παν τέταρτον [[έτος]]» β. «φιλεῖ γὰρ πρὸς τὰ χρηστὰ πᾶς ὁρᾱν», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>4.</b> (με αορστ. σημ.) [[οποιοσδήποτε]] (α. «πᾶς μὴ [[Ἕλλην]] [[βάρβαρος]]», παροιμ. φρ.<br /> β. «οὐ παντὸς πλεῖν ἐς Κόρινθον», παροιμ. φρ.)<br /> <b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> η [[ολότητα]], το [[σύνολο]] (α. «δεν [[είναι]] πάντες ευσυνείδητοι» β. «τῆς σῆς πορείας [[μνῆμα]] τοῖς πᾱσι βροτοῖς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> <b>6.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι πάντες</i><br /> όλοι οι άνθρωποι, το [[πλήθος]]<br /> <b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το παν</i><br /> α) το όλον, η [[ολότητα]], το [[σύνολο]] («η [[αρχή]] [[είναι]] το ήμισυ του παντός»)<br /> β) το [[σύμπαν]], η [[πλάση]], ο [[κόσμος]] («ο [[ποιητής]] του παντός» — ο Θεός)<br /> <b>8.</b> (το ουδ. στον πληθ. με επιρρμ. [[χρήση]]) τα [[πάντα]]<br /> α) με [[κάθε]] τρόπο, από οποιαδήποτε [[άποψη]] («ὁ τὰ [[πάντα]] φιλαίτατος», <b>Θεόκρ.</b>)<br /> β) ολοσχερώς<br /> <b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «διά παντός» — για [[πάντα]], [[παντοτινά]]<br /> β) «διά πασών» — <b>βλ.</b> [[διαπασών]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> (το θηλ. ως επιμεριστική αντων. για όλα τα γένη) [[κάθε]] («ξετελειωμένος [[βασιλιάς]] πλι' [[άξιος]] σε [[πάσα]] τρόπο», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /> <b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το κυριότερο [[σημείο]], η [[ουσία]] πράγματος ή θέματος («το παν σε έκτακτες περιστάσεις [[είναι]] η [[ψυχραιμία]]»)<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μια για [[πάντα]]» ή «[[άπαξ]] διά παντός» — για μια και μοναδική [[φορά]]<br /> β) «[[κατά]] [[πάντα]]» — από οποιαδήποτε [[άποψη]]<br /> γ) «εν παντί» — σε οποιαδήποτε [[περίσταση]]<br /> δ) «προ παντός» και «προ πάντων» ή «[[προπαντός]]» και «[[προπάντων]]» — [[κατά]] πρώτο λόγο, πρωτίστως, [[κυρίως]]<br /> ε) «επί πάσι(ν)» — [[εκτός]] από όλα τα άλλα, επί [[πλέον]], επιπροσθέτως<br /> στ) «[[τέλος]] πάντων» ή «τελοσπάντων»<br /> i) επιτέλους («θα σταματήσεις τελοσπάντων να μέ ενοχλείς;») ii) (ως [[κατακλείδα]] ομιλίας) [[λοιπόν]]<br /> (νεοελλ.-μνσ.) <b>φρ.</b> «οι Άγιοι Πάντες» — το [[σύνολο]] των γνωστών και άγνωστων άγιων [[ανδρών]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> ο [[κάθε]] είδους, [[παντοειδής]] («πρὸς οἶκον ἦλθε πᾶσαν εὔκλειαν φέρων», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> σε [[συνεκφορά]] με αριθμτ. σημαίνει τον ακριβή αριθμό («[[δέκα]] [[πάντα]] τάλαντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>3.</b> (το ουδ. στον πληθ.) [[πάντα]]<br /> όλα ανεξαιρέτως τα συμβαίνοντα<br /> <b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πᾶς τις» — [[καθένας]] ιδιαιτέρως<br /> β) «δοκεῖ πάσαις [ταῖς ψήφοις]» — αποφασίζεται [[παμψηφεί]]<br /> γ) «παντὸς μᾶλλον» — απολύτως, αναγκαίως<br /> δ) «περὶ παντὸς ποιοῦμαι» — [[εκτιμώ]] περισσότερο από [[κάθε]] [[άλλο]]<br /> ε) «οὐ πᾶς» — [[ουδείς]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>πᾶς</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πắντ</i>-<i>ς</i> με [[αντέκταση]]), <i>πᾶσα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πắνσα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πắνσσα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πắντyα</i>), <i>πᾶν</i> (που, παρ' ότι βραχύ, <b>πρβλ.</b> αιολ. / δωρ. <i>πάν</i>, στην ιων. αττ. μακρύνθηκε αναλογικά [[προς]] το [[αρσενικό]]) συνδέεται πιθ. με τα τοχαρ Α' <i>puk</i> και το<br /> χαρ. Β' <i>pο</i>, πληθ. <i>ponta</i>. Η [[μαρτυρία]] στη Μυκηναϊκή των τ.: <i>pate</i> = <i>πάντες</i>, <i>pasa</i> = <i>πᾶσα</i> και <i>pasi</i> αποκλείουν την [[αναγωγή]] του επιθ. σε [[ρίζα]] με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο και [[επομένως]] τη [[σύνδεση]] του με το ρ. [[πάομαι]] «[[κατέχω]], [[είμαι]] [[κύριος]]» ή με το λατ. <i>quantus</i> «[[πόσος]], [[οπόσος]]». Κατ' άλλους, [[τέλος]], το επίθ. <i>πᾶς</i> συνδέεται με το επίρρ. <i>πυξ</i> «με [[γροθιά]]» και το αριθμητικό [[πέντε]] (<b>πρβλ.</b> και αρχ. άνω γερμ. <i>fust</i> «[[γροθιά]]», χεττιτ. τ. <i>panku</i> «πας»), <b>βλ. λ.</b> <i>πυξ</i>. Το επιθ. <i>πᾶς</i>, <i>πᾶσα</i>, πᾶν εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. της Ελληνικής με τις μορφές: α) <i>παν</i>- (και <i>παγ</i>- και <i>παμ</i>-) από το ουδ. <i>παν</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>παν</i>-)<br /> β) <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;"><</span> θ. της γεν. <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>παντ</i>[[ο]]-)<br /> και γ) <i>πασι</i>- <span style="color: red;"><</span> θ. της δοτ. πληθ. <i>πᾶσι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πασί</i>-<i>γνωστος</i>, <i>πασί</i>-<i>δηλος</i>, <i>πασι</i>-<i>φανής</i>). Για τη σημασιολογική [[συνάφεια]] [[μεταξύ]] των <i>πᾶς</i> και [[ὅλος]] <b>βλ. λ.</b> <i>όλος</i>.<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πανταχόθεν]], [[πανταχού]], [[πάντη]], [[πάντοθεν]], [[παντοίος]], [[πάντως]], [[πάνυ]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[πανταχή]], [[πανταχοί]], [[πανταχόσε]], [[πανταχώς]], [[πάντοθι]], [[πάντοσε]], [[παντότης]]<br /> <b>αρχ.-μσν.</b><br /> [[πανταχόθι]]<br /> <b>μσν.- νεοελλ.</b><br /> [[πάντα]] (Ι).<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για συνθ. με α' συνθετικό <i>πᾶς</i> <b>βλ. λ.</b> <i>παν</i>- και <i>παντ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) [[απαξάπας]], [[άπας]], [[σύμπας]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[ανάπας]], [[έμπας]], [[επίπας]], [[πάμπαν]], [[πρόπας]], [[συνάπας]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πᾰς:''' πᾰσα, [[πᾶν]], gen. παντός, πάσης, παντός (gen. pl. πάντων, πασῶν - эп. [[πασάων]], ион. [[πασέων]], - πάντων, dat. pl. πᾶσι - эп. πάντεσσι, - πάσαις, πᾶσι)<br /><b class="num">1)</b> (тж. [[πᾶς]] τις Thuc. etc.) всякий, каждый ([[νῦν]] πᾶσι [[χαίρω]], [[νῦν]] με [[πᾶς]] ἀσπάζεται Hom.; [[πᾶς]] Ἑλλήνων Soph.; [[πᾶς]] [[ἄνθρωπος]] Xen.): κτήνεα πάντα τρισχίλια Her. три тысячи голов скота всякого рода; ὁ [[ἀριθμὸς]] [[πᾶς]] Plat. каждое число (ср. 2);<br /><b class="num">2)</b> [[весь]], [[целый]] ([[πᾶς]] χαλκῷ λάμπε Hom.; [[πᾶσα]] γῆ Thuc.; πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον Hom.): [[λόγος]] λέλεκται [[πᾶς]] Soph. речь (моя) сказана вся, т. е. я кончил; [[πᾶν]] [[κράτος]] Soph. вся полнота могущества; [[κεῖνος]], ἡ [[πᾶσα]] [[βλάβη]] Soph. он (т. е. Одиссей), воплощение всяческого преступления; [[πᾶσα]] [[ἀνάγκη]] Plat. совершенно неизбежно; ὁ [[πᾶς]] [[ἀριθμός]] Thuc. общее число, сумма (ср. 1); [[ὅλος]] καὶ [[πᾶς]] Polyb. целиком и полностью; [[τριάκοντα]] τὰς πάσας ἡμέρας Thuc. в течение целых тридцати дней; τὸ [[πᾶν]] Xen., ἐς τὸ [[πᾶν]] Aesch. и τῷ παντί Xen. целиком, совершенно; διὰ παντός Thuc. все время или вполне, совершенно; τὸ [[πᾶν]] Luc. всегда; εἰς τὸ [[πᾶν]] (χρόνου) Aesch. навсегда; [[πᾶν]] ποιεῖν Plat. (πράττειν Lys.) делать все возможное; παντὸς [[μᾶλλον]] Plat. более всего или прежде всего; ἐς [[πᾶν]] κακοῦ ἀφικνεῖσθαι Her. дойти до крайней нищеты; ἐν παντὶ ἀθυμίας εἶναι Thuc. прийти в крайнее отчаяние; πάντα и τὰ πάντα Hom., Her. во всех отношениях, полностью или постоянно Luc.; πάντα γίγνεσθαι Hom. принимать всевозможные формы; πάντα εἶναί τινι Thuc. быть кому-л. важнее всего; τὰ πολλὰ πάντα Her. почти всегда, в большинстве случаев;<br /><b class="num">3)</b> pl. [[все]] (πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι Hom.): Σαμίων πάντες Thuc. все самосцы; [[ἅμα]] πάντες Hom., Her. все целиком, все сразу; πᾶσίν τινα ἐλέγχιστον [[θέμεναι]] βροτοῖσιν Hom. страшно опозорить кого-л. в глазах всех смертных; πάντες ἄνθρωποι Xen. все люди (вообще); οἱ πάντες (или πάντες οἱ) ἄνθρωποι Xen. все (из упомянутых); πᾶσι τούτοις [[ἔνοχος]] Isocr. находящийся в таких же точно условиях; διὰ πασῶν см. διά 1, 2.
|elrutext='''πᾰς:''' πᾰσα, [[πᾶν]], gen. παντός, πάσης, παντός (gen. pl. πάντων, πασῶν - эп. [[πασάων]], ион. [[πασέων]], - πάντων, dat. pl. πᾶσι - эп. πάντεσσι, - πάσαις, πᾶσι)<br /><b class="num">1)</b> (тж. [[πᾶς]] τις Thuc. etc.) всякий, каждый ([[νῦν]] πᾶσι [[χαίρω]], [[νῦν]] με [[πᾶς]] ἀσπάζεται Hom.; [[πᾶς]] Ἑλλήνων Soph.; [[πᾶς]] [[ἄνθρωπος]] Xen.): κτήνεα πάντα τρισχίλια Her. три тысячи голов скота всякого рода; ὁ [[ἀριθμὸς]] [[πᾶς]] Plat. каждое число (ср. 2);<br /><b class="num">2)</b> [[весь]], [[целый]] ([[πᾶς]] χαλκῷ λάμπε Hom.; [[πᾶσα]] γῆ Thuc.; πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον Hom.): [[λόγος]] λέλεκται [[πᾶς]] Soph. речь (моя) сказана вся, т. е. я кончил; [[πᾶν]] [[κράτος]] Soph. вся полнота могущества; [[κεῖνος]], ἡ [[πᾶσα]] [[βλάβη]] Soph. он (т. е. Одиссей), воплощение всяческого преступления; [[πᾶσα]] [[ἀνάγκη]] Plat. совершенно неизбежно; ὁ [[πᾶς]] [[ἀριθμός]] Thuc. общее число, сумма (ср. 1); [[ὅλος]] καὶ [[πᾶς]] Polyb. целиком и полностью; [[τριάκοντα]] τὰς πάσας ἡμέρας Thuc. в течение целых тридцати дней; τὸ [[πᾶν]] Xen., ἐς τὸ [[πᾶν]] Aesch. и τῷ παντί Xen. целиком, совершенно; διὰ παντός Thuc. все время или вполне, совершенно; τὸ [[πᾶν]] Luc. всегда; εἰς τὸ [[πᾶν]] (χρόνου) Aesch. навсегда; [[πᾶν]] ποιεῖν Plat. (πράττειν Lys.) делать все возможное; παντὸς [[μᾶλλον]] Plat. более всего или прежде всего; ἐς [[πᾶν]] κακοῦ ἀφικνεῖσθαι Her. дойти до крайней нищеты; ἐν παντὶ ἀθυμίας εἶναι Thuc. прийти в крайнее отчаяние; πάντα и τὰ πάντα Hom., Her. во всех отношениях, полностью или постоянно Luc.; πάντα γίγνεσθαι Hom. принимать всевозможные формы; πάντα εἶναί τινι Thuc. быть кому-л. важнее всего; τὰ πολλὰ πάντα Her. почти всегда, в большинстве случаев;<br /><b class="num">3)</b> pl. [[все]] (πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι Hom.): Σαμίων πάντες Thuc. все самосцы; [[ἅμα]] πάντες Hom., Her. все целиком, все сразу; πᾶσίν τινα ἐλέγχιστον [[θέμεναι]] βροτοῖσιν Hom. страшно опозорить кого-л. в глазах всех смертных; πάντες ἄνθρωποι Xen. все люди (вообще); οἱ πάντες (или πάντες οἱ) ἄνθρωποι Xen. все (из упомянутых); πᾶσι τούτοις [[ἔνοχος]] Isocr. находящийся в таких же точно условиях; διὰ πασῶν см. διά 1, 2.
}}
}}