3,277,121
edits
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
m (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑποπίπτω]], ΝΜΑ [[πίπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποκύπτω]] σε [[αδυναμία]], [[διαπράττω]] ακουσίως [[σφάλμα]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι [[υποπίπτοντες]]<br /><b>εκκλ.</b> [[τάξη]] μετανοούντων της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την [[υποχρέωση]] να προσεύχονται γονυκλινείς [[μέσα]] στον ναό και να παρακολουθούν μόνον τη [[λειτουργία]] τών κατηχουμένων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υποπίπτω]] στην [[αντίληψη]]» — [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]]<br />β) «[[υποπίπτω]] σε [[δυσμένεια]]» — βρίσκομαι σε [[δυσμένεια]], παύουν να μέ συμπαθούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]] ή [[πέφτω]] [[κάτω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> α) [[ζαρώνω]] [[μπροστά]] σε κάποιον από [[δειλία]] ή [[δουλοπρέπεια]]<br />β) [[υποκύπτω]] στη [[δύναμη]] ή στην [[εξουσία]] κάποιου, υποτάσσομαι («ἁπάσης γὰρ τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τὴν πόλιν ἡμῶν ὑποπεσούσης», Ισοκρ.)<br />γ) (για κόλακα, για ικέτη ή για [[σκύλο]]) [[πέφτω]] στα πόδια κάποιου (α. «ὃς εὐτυχούντων ἐστί [[κόλαξ]]... τοῖς... τοιούτοις [[ἐθελοντής]] ὑποπίπτει», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «προσδέχονται καὶ ὑποπίπτουσι τοὺς ἥκοντας», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> [[εισδύω]] από [[κάτω]], χώνομαι («καὶ ἔς τε τοὺς ταρσοὺς ὑποπίπτοντες τῶν πολεμίων νεῶν καὶ ἐς τὰ [[πλάγια]] παραπλέοντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[συναντώ]]<br /><b>5.</b> (για αφηρημένες έννοιες) [[γίνομαι]] [[κατανοητός]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πέφτω]] [[κάτω]] [[υφιστάμενος]] τη [[δύναμη]] ή την [[επίδραση]] κάποιου («τῷ δ' ὀστράκῳ | |mltxt=[[ὑποπίπτω]], ΝΜΑ [[πίπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποκύπτω]] σε [[αδυναμία]], [[διαπράττω]] ακουσίως [[σφάλμα]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι [[υποπίπτοντες]]<br /><b>εκκλ.</b> [[τάξη]] μετανοούντων της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την [[υποχρέωση]] να προσεύχονται γονυκλινείς [[μέσα]] στον ναό και να παρακολουθούν μόνον τη [[λειτουργία]] τών κατηχουμένων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υποπίπτω]] στην [[αντίληψη]]» — [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]]<br />β) «[[υποπίπτω]] σε [[δυσμένεια]]» — βρίσκομαι σε [[δυσμένεια]], παύουν να μέ συμπαθούν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[κάτω]] ή [[πέφτω]] [[κάτω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> α) [[ζαρώνω]] [[μπροστά]] σε κάποιον από [[δειλία]] ή [[δουλοπρέπεια]]<br />β) [[υποκύπτω]] στη [[δύναμη]] ή στην [[εξουσία]] κάποιου, υποτάσσομαι («ἁπάσης γὰρ τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τὴν πόλιν ἡμῶν ὑποπεσούσης», Ισοκρ.)<br />γ) (για κόλακα, για ικέτη ή για [[σκύλο]]) [[πέφτω]] στα πόδια κάποιου (α. «ὃς εὐτυχούντων ἐστί [[κόλαξ]]... τοῖς... τοιούτοις [[ἐθελοντής]] ὑποπίπτει», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «προσδέχονται καὶ ὑποπίπτουσι τοὺς ἥκοντας», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> [[εισδύω]] από [[κάτω]], χώνομαι («καὶ ἔς τε τοὺς ταρσοὺς ὑποπίπτοντες τῶν πολεμίων νεῶν καὶ ἐς τὰ [[πλάγια]] παραπλέοντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[συναντώ]]<br /><b>5.</b> (για αφηρημένες έννοιες) [[γίνομαι]] [[κατανοητός]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πέφτω]] [[κάτω]] [[υφιστάμενος]] τη [[δύναμη]] ή την [[επίδραση]] κάποιου («τῷ δ' ὀστράκῳ πᾶς ὁ διὰ δόξαν ἢ [[γένος]] ἢ λόγου δύναμιν [[ὑπὲρ]] τοὺς πολλοὺς νομιζόμενος ὑπέπιπτεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[κτίσμα]]) [[πέφτω]] σε [[πολλά]] κομμάτια, γκρεμίζομαι<br /><b>8.</b> (για [[τόπο]]) α) βρίσκομαι σε χαμηλότερο, σε [[σχέση]] με κάποιον [[άλλο]], ύψος εδάφους<br />β) βρίσκομαι [[πίσω]] («ὁ δ' ὑπὸ τὰς τῶν χιλιάρχων σκηνὰς [[ὄπισθεν]] [[τόπος]] ὑποπεπτωκώς», <b>Πολ.</b>)<br />γ) εκτίθεμαι στην [[επίθεση]] κάποιου («ἀπὸ τῶν ὁρῶν ἱκανὸν τόπον ἀφιστάναι πρὸς τὸ μὴ τοῖς πολεμίοις ὑποπεπτωκέναι τοῖς κατέχουσι τὰς παρωρείας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>9.</b> (για [[ιδέα]], [[γνώμη]]) [[εισέρχομαι]] στον νου<br /><b>10.</b> [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]]<br /><b>11.</b> (για γεγονότα) [[επέρχομαι]], [[συμβαίνω]]<br /><b>12.</b> <b>εκκλ.</b> υποβάλλομαι σε κανόνα μετανοίας<br /><b>13.</b> (για πρόσοδο) [[προστίθεμαι]], συσσωρεύομαι<br /><b>14.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[είμαι]] [[επιρρεπής]] σε [[κάτι]]<br /><b>15.</b> <b>μτφ.</b> α) [[υφίσταμαι]] [[μείωση]] («ταῦτα τῶν στρατιωτῶν ἀκουόντων, τὸ [[θράσος]] ὑπέπιπτε», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) περιλαμβάνομαι σε [[τάξη]] ή σε [[σύστημα]], κατατάσσομαι («τοῖς τοιούτοις ὑποπίπτειν ὀνόμασιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>16.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ υποπίπτοντα</i><br />αυτά που [[κάθε]] [[φορά]] συμβαίνουν<br /><b>17.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ τὸ ὑποπῑπτον» — σύμφωνα με την [[περίσταση]] <b>(Αρχιμ.)</b>. | ||
}} | }} |