3,277,121
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyandrios | |Transliteration C=polyandrios | ||
|Beta Code=polua/ndrios | |Beta Code=polua/ndrios | ||
|Definition=ον, < | |Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[of many men]] or [[connected with many men]], τὸ πολυάνδριον κακὸν μεταδιώκειν, i. e. [[prostitution]], Ph.1.568 (sed leg. -ανδρον); πολυάνδριος τάφος = [[πολυανδρεῖον]], Eun.Hist.p.264 D.; π. δαίμονες [[spirit]]s which [[haunt]] a [[πολυανδρεῖον]], Tab.Defix.Aud.22.30.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[πολυάνδριον]], τό, [[place where many people assemble]], Plu. 2.823e (pl.).<br><span class="bld">2</span> = [[πολυανδρεῖον]], Ph.Bel.86.14, D.H.1.14, Str.9.4.16, J.BJ5.1.3, Plu.Flam.7, Ael.VH12.21. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qui concerne beaucoup d'hommes;<br />τὸ πολυάνδριον :<br /><b>1</b> lieu où se rassemblent beaucoup d'hommes;<br /><b>2</b> lieu de sépulture commune, cimetière.<br />'''Étymologie:''' [[πολύανδρος]]. | |btext=α, ον :<br />qui concerne beaucoup d'hommes;<br />τὸ [[πολυάνδριον ]]:<br /><b>1</b> lieu où se rassemblent beaucoup d'hommes;<br /><b>2</b> lieu de sépulture commune, cimetière.<br />'''Étymologie:''' [[πολύανδρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυάνδριος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς πολλοὺς ἄνδρας, τὸ π. κακὸν μεταδιώκειν, δηλ. τὴν πορνείαν, Φίλων 1. 568. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πολυάνδριον, τό, [[τόπος]], [[ἔνθα]] πολλοὶ συνέρχονται, Πλούτ. 2. 823Ε. 2) [[τόπος]] [[ἔνθα]] πολλοὶ θάπτονται, νεκροταφεῖον, Διον. Ἁλ. 1. 14, Στράβ., κλ. | |lstext='''πολυάνδριος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς πολλοὺς ἄνδρας, τὸ π. κακὸν μεταδιώκειν, δηλ. τὴν πορνείαν, Φίλων 1. 568. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[πολυάνδριον]], τό, [[τόπος]], [[ἔνθα]] πολλοὶ συνέρχονται, Πλούτ. 2. 823Ε. 2) [[τόπος]] [[ἔνθα]] πολλοὶ θάπτονται, νεκροταφεῖον, Διον. Ἁλ. 1. 14, Στράβ., κλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[πολύανδρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πολυανδρία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[πολυάνδριον]]<br />α) [[τόπος]] όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνδρες<br />β) [[νεκροταφείο]] πολλών [[ανδρών]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολυάνδριον]] κακόν» — η [[πορνεία]]<br />β) «[[πολυάνδριος]] [[τάφος]]» — [[νεκροταφείο]] πολλών [[ανδρών]]<br />γ) «πολυάνδριοι δαίμονες» — πνεύματα που συχνάζουν στα νεκροταφεία. | |mltxt=-ον, Α [[πολύανδρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πολυανδρία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[πολυάνδριον]]<br />α) [[τόπος]] όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνδρες<br />β) [[νεκροταφείο]] πολλών [[ανδρών]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πολυάνδριον]] κακόν» — η [[πορνεία]]<br />β) «[[πολυάνδριος]] [[τάφος]]» — [[νεκροταφείο]] πολλών [[ανδρών]]<br />γ) «πολυάνδριοι δαίμονες» — πνεύματα που συχνάζουν στα νεκροταφεία. | ||
}} | }} |