3,274,873
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0699.png Seite 699]] ές, sanftmüthig, huldvoll, gnädig; χοὰς δὲ πρευμενεῖς ἐδεξάμην, Aesch. Pers. 671; [[τύχη]], Ag. 1631; gew. von Personen; τινί, 814, πρευμενὴς ἡμῖν γενοῦ, Eur. Hec. 538; πρευμενοῦς νόστου τυχόντες, 540, u. öfter; auch comparat., Eur. Troad. 734 u. einzeln bei folgdn Dichtern. – Adv. πρευμενῶς, z. B. παρῄνεσα, Aesch. Pers. 220; δέχεσθαι, freundlich, Eum. 227 (von | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0699.png Seite 699]] ές, sanftmüthig, huldvoll, gnädig; χοὰς δὲ πρευμενεῖς ἐδεξάμην, Aesch. Pers. 671; [[τύχη]], Ag. 1631; gew. von Personen; τινί, 814, πρευμενὴς ἡμῖν γενοῦ, Eur. Hec. 538; πρευμενοῦς νόστου τυχόντες, 540, u. öfter; auch comparat., Eur. Troad. 734 u. einzeln bei folgdn Dichtern. – Adv. πρευμενῶς, z. B. παρῄνεσα, Aesch. Pers. 220; δέχεσθαι, freundlich, Eum. 227 (von πραΰς, πρηΰ u. [[μένος]], statt πρηυμενής). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πρευμενής -ές [πρό?, εὐμενής?] welwillend, gunstig, goedgunstig:. κάρτα πρευμενεῖς ἐμοί mij zeer goed gezind Aeschl. Ag. 840; πρευμενεῖ τύχῃ met goedgunstig lot Aeschl. Ag. 1647. gunstig stemmend:. πρευμενεῖς χοάς φέρουσ ( ι ) zij brengen gunstig stemmende plengoffers Aeschl. Pers. 609. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πραϋμενής]], | |mltxt=και [[πραϋμενής]], πραϋμενές, Α<br /><b>1.</b> ο [[ήπιος]], [[φιλικός]] [[απέναντι]] σε κάποιον, [[πράος]] («δοκοῦντας [[εἶναι]] [[κάρτα]] πρευμενεῖς [[ἐμοί]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα, συμβάντα) [[ευνοϊκός]], [[αίσιος]], [[καλός]] («πρευμενοῦς.,. νόστου τυχόντας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εξευμενίζει, [[εξιλαστήριος]], [[εξιλαστικός]] («πρευμενεῖς χοάς», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b>..<br />[[πρευμενῶς]] και [[πραϋμενῶς]] και ιων. τ. [[πρηϋμενῶς]], Α<br />με πρευμενή τρόπο, με ήπια [[διάθεση]], με φιλικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πρευμενής]], [[κατά]] μία [[άποψη]], ανάγεται σε αμάρτυρο τ. πρηυμενής, ο [[οποίος]] προήλθε, με διφθογγισμό τών -ηϋ-, από το επίθ. [[πρᾶος]] / [[πρηΰς]] και τη λ. [[μένος]] «[[πάθος]], ψυχική [[ορμή]], ψυχική [[διάθεση]]» (<b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[πραϋμενῶς]]<br />[[προθύμως]], πράῳ τῷ μένει χρώμενος). Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, ο τ. [[πρευμενής]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ως ιων. τ. της τραγωδίας που έχει προέλθει από το πρηυμενής με [[βράχυνση]] της μακράς διφθόγγου προ του ημιφώνου -μ- [[κατά]] τον νόμο του Osthoff (<b>πρβλ.</b> [[βασιλεύς]] <span style="color: red;"><</span> βασιληύς). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[πρευμενής]] έχει χρησιμοποιηθεί για μετρικούς λόγους [[αντί]] του απλού [[εὐμενής]] και [[επομένως]] έχει προέλθει από τον σύνθ. τ. [[προευμενής]] με [[έκθλιψη]] του -ο- του πρώτου συνθετικού πρό (<b>πρβλ.</b> [[πρηγορεών]] <span style="color: red;"><</span> προη-γορεών)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |