Anonymous

πραϋμενής: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>βλ.</b> <i>πρεϋμενής</i>.
|mltxt=και [[πραϋμενής]], πραϋμενές, Α<br /><b>1.</b> ο [[ήπιος]], [[φιλικός]] [[απέναντι]] σε κάποιον, [[πράος]] («δοκοῦντας [[εἶναι]] [[κάρτα]] πρευμενεῖς [[ἐμοί]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα, συμβάντα) [[ευνοϊκός]], [[αίσιος]], [[καλός]] («πρευμενοῦς.,. νόστου τυχόντας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εξευμενίζει, [[εξιλαστήριος]], [[εξιλαστικός]] («πρευμενεῖς χοάς», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b>..<br />[[πρευμενῶς]] και [[πραϋμενῶς]] και ιων. τ. [[πρηϋμενῶς]], Α<br />με πρευμενή τρόπο, με ήπια [[διάθεση]], με φιλικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πρευμενής]], [[κατά]] μία [[άποψη]], ανάγεται σε αμάρτυρο τ. πρηυμενής, ο [[οποίος]] προήλθε, με διφθογγισμό τών -ηϋ-, από το επίθ. [[πρᾶος]] / [[πρηΰς]] και τη λ. [[μένος]] «[[πάθος]], ψυχική [[ορμή]], ψυχική [[διάθεση]]» (<b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[πραϋμενῶς]]<br />[[προθύμως]], πράῳ τῷ μένει χρώμενος). Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, ο τ. [[πρευμενής]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ως ιων. τ. της τραγωδίας που έχει προέλθει από το πρηυμενής με [[βράχυνση]] της μακράς διφθόγγου προ του ημιφώνου -μ- [[κατά]] τον νόμο του Osthoff (<b>πρβλ.</b> [[βασιλεύς]] <span style="color: red;"><</span> βασιληύς). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[πρευμενής]] έχει χρησιμοποιηθεί για μετρικούς λόγους [[αντί]] του απλού [[εὐμενής]] και [[επομένως]] έχει προέλθει από τον σύνθ. τ. [[προευμενής]] με [[έκθλιψη]] του -ο- του πρώτου συνθετικού πρό (<b>πρβλ.</b> [[πρηγορεών]] <span style="color: red;"><</span> προη-γορεών)].
}}
}}