Anonymous

χάλασις: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσεως, , Α<br /><b>βλ.</b> [[χάλαση]].
|mltxt=η / [[χάλασις]], -άσεως, ΝΑ [[χαλῶ]]<br />[[χαλάρωση]], [[ξέσφιγμα]], [[λασκάρισμα]], [[λύσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελάττωση]] του τόνου, της σύστασης ή της ελαστικότητας ενός ιστού ή οργάνου (α. «[[χάλαση]] του δέρματος» β. «[[χάλαση]] του μυός» γ. «[[χάλαση]] του πέους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για παθολογικές εκκρίσεις) [[μείωση]]<br /><b>2.</b> (γενικά για νόσο) ύφεση<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]] συνοχής τών [[μερών]] ενός όλου<br /><b>4.</b> [[καταβίβαση]] αντικειμένου με τη [[χρήση]] [[τροχαλίας]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[χάλασις]] τῶν πόρων» — [[διάνοιξη]] τών πόρων του σώματος (<b>Γαλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χάλᾰσις:''' -εως[χᾰ], ἡ ([[χαλάω]]), [[χαλάρωση]], [[χαλάρωμα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''χάλᾰσις:''' -εως[χᾰ], ἡ ([[χαλάω]]), [[χαλάρωση]], [[χαλάρωμα]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χάλᾰσις, εως, [[χαλάω]]<br />a [[slackening]], [[loosening]], Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[loosening]]
}}
}}