3,270,294
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[χάλασις]], | |mltxt=η / [[χάλασις]], χαλάσεως, ΝΑ [[χαλῶ]]<br />[[χαλάρωση]], [[ξέσφιγμα]], [[λασκάρισμα]], [[λύσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελάττωση]] του τόνου, της σύστασης ή της ελαστικότητας ενός ιστού ή οργάνου (α. «[[χάλαση]] του δέρματος» β. «[[χάλαση]] του μυός» γ. «[[χάλαση]] του πέους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για παθολογικές εκκρίσεις) [[μείωση]]<br /><b>2.</b> (γενικά για νόσο) ύφεση<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]] συνοχής τών [[μερών]] ενός όλου<br /><b>4.</b> [[καταβίβαση]] αντικειμένου με τη [[χρήση]] [[τροχαλίας]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[χάλασις]] τῶν πόρων» — [[διάνοιξη]] τών πόρων του σώματος (<b>Γαλ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χάλᾰσις''': χαλάσεως, ἡ, χαλάρωσις, ἐπὶ ἐπιδέσμων, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 759· τῇ χ. τε καὶ ἀνέσει Πλάτ. Πολ. 590Β· χ. τῶν ἄρθρων Μοσχίων περὶ Γυν. Παθ. σ. 23· χ. τῶν πόρων, χαλάρωσις, [[ἄνοιξις]] τῶν πόρων, Γαλην.· ἐπὶ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. 1. 85. | |lstext='''χάλᾰσις''': χαλάσεως, ἡ, [[χαλάρωσις]], ἐπὶ ἐπιδέσμων, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 759· τῇ χ. τε καὶ ἀνέσει Πλάτ. Πολ. 590Β· χ. τῶν ἄρθρων Μοσχίων περὶ Γυν. Παθ. σ. 23· χ. τῶν πόρων, χαλάρωσις, [[ἄνοιξις]] τῶν πόρων, Γαλην.· ἐπὶ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. 1. 85. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χάλᾰσις:''' χαλάσεως [χᾰ], ἡ ([[χαλάω]]), [[χαλάρωση]], [[χαλάρωμα]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''χάλᾰσις:''' χαλάσεως [χᾰ], ἡ ([[χαλάω]]), [[χαλάρωση]], [[χαλάρωμα]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} |