Anonymous

χάλασις: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[χάλασις]], -άσεως, ΝΑ [[χαλῶ]]<br />[[χαλάρωση]], [[ξέσφιγμα]], [[λασκάρισμα]], [[λύσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελάττωση]] του τόνου, της σύστασης ή της ελαστικότητας ενός ιστού ή οργάνου (α. «[[χάλαση]] του δέρματος» β. «[[χάλαση]] του μυός» γ. «[[χάλαση]] του πέους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για παθολογικές εκκρίσεις) [[μείωση]]<br /><b>2.</b> (γενικά για νόσο) ύφεση<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]] συνοχής τών [[μερών]] ενός όλου<br /><b>4.</b> [[καταβίβαση]] αντικειμένου με τη [[χρήση]] [[τροχαλίας]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[χάλασις]] τῶν πόρων» — [[διάνοιξη]] τών πόρων του σώματος (<b>Γαλ.</b>).
|mltxt=η / [[χάλασις]], χαλάσεως, ΝΑ [[χαλῶ]]<br />[[χαλάρωση]], [[ξέσφιγμα]], [[λασκάρισμα]], [[λύσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελάττωση]] του τόνου, της σύστασης ή της ελαστικότητας ενός ιστού ή οργάνου (α. «[[χάλαση]] του δέρματος» β. «[[χάλαση]] του μυός» γ. «[[χάλαση]] του πέους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για παθολογικές εκκρίσεις) [[μείωση]]<br /><b>2.</b> (γενικά για νόσο) ύφεση<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]] συνοχής τών [[μερών]] ενός όλου<br /><b>4.</b> [[καταβίβαση]] αντικειμένου με τη [[χρήση]] [[τροχαλίας]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[χάλασις]] τῶν πόρων» — [[διάνοιξη]] τών πόρων του σώματος (<b>Γαλ.</b>).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χάλᾰσις''': χαλάσεως, ἡ, χαλάρωσις, ἐπὶ ἐπιδέσμων, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 759· τῇ χ. τε καὶ ἀνέσει Πλάτ. Πολ. 590Β· χ. τῶν ἄρθρων Μοσχίων περὶ Γυν. Παθ. σ. 23· χ. τῶν πόρων, χαλάρωσις, [[ἄνοιξις]] τῶν πόρων, Γαλην.· ἐπὶ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. 1. 85.
|lstext='''χάλᾰσις''': χαλάσεως, ἡ, [[χαλάρωσις]], ἐπὶ ἐπιδέσμων, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 759· τῇ χ. τε καὶ ἀνέσει Πλάτ. Πολ. 590Β· χ. τῶν ἄρθρων Μοσχίων περὶ Γυν. Παθ. σ. 23· χ. τῶν πόρων, χαλάρωσις, [[ἄνοιξις]] τῶν πόρων, Γαλην.· ἐπὶ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. 1. 85.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χάλᾰσις:''' χαλάσεως [χᾰ], ἡ ([[χαλάω]]), [[χαλάρωση]], [[χαλάρωμα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''χάλᾰσις:''' χαλάσεως [χᾰ], ἡ ([[χαλάω]]), [[χαλάρωση]], [[χαλάρωμα]], σε Πλάτ.
}}
}}