Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπογγοειδής: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[σφογγοειδής]], -ές, Α<br />αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη [[σύσταση]] και στις ιδιότητες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σπογγοειδή</i><br /><b>ζωολ.</b> οι σπόγγοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σπογγοειδής]] [[μυκητίαση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[λέμφωμα]] του δέρματος που δεν έχει όμως καμία [[σχέση]] με τις μυκητιάσεις [[αλλά]] [[είναι]] αιματοδερματοπάθεια, [[κακοήθης]] [[πάθηση]] του δέρματος και τών κυττάρων της αιμοποιητικής [[σειράς]], που εξελίσσεται σε [[τρεις]] φάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπογγοειδῶς</i> Α<br />με τρόπο όμοιο με του σπόγγου, απορροφητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[σφογγοειδής]], -ές, Α<br />αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη [[σύσταση]] και στις ιδιότητες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σπογγοειδή</i><br /><b>ζωολ.</b> οι σπόγγοι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σπογγοειδής]] [[μυκητίαση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[λέμφωμα]] του δέρματος που δεν έχει όμως καμία [[σχέση]] με τις μυκητιάσεις [[αλλά]] [[είναι]] αιματοδερματοπάθεια, [[κακοήθης]] [[πάθηση]] του δέρματος και τών κυττάρων της αιμοποιητικής [[σειράς]], που εξελίσσεται σε [[τρεις]] φάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπογγοειδῶς</i> Α<br />με τρόπο όμοιο με του σπόγγου, απορροφητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[spongy]]===
Bulgarian: гъбест, порест; Catalan: esponjós; French: [[spongieux]]; German: [[schwammartig]], [[schwammig]]; Ancient Greek: [[ἀρβόν]], [[ἔνσομφος]], [[ἐπίκοιλος]], [[σηραγγῶδες]], [[σηραγγώδης]], [[σιφλός]], [[σομφός]], [[σομφῶδες]], [[σομφώδης]], [[σπογγοειδής]], [[σπογγώδης]], [[φολλικῶδες]], [[φολλικώδης]], [[χαῦνος]]; Hungarian: szivacsos; Italian: [[spugnoso]]; Latin: [[spongiosus]]; Maori: kurupetipeti, kōpūtoitoi, pūngorungoru; Polish: gąbczasty; Russian: [[губчатый]]; Spanish: [[fofo]], [[esponjoso]]; Tagalog: muyag, langkal
}}
}}