Anonymous

άντρας: Difference between revisions

From LSJ
9,058 bytes added ,  12 November 2022
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[άνδρας]] και [[άντρας]], ο (Α [[ἀνήρ]])<br /><b>1.</b> [[αρσενικός]] [[άνθρωπος]] (σ’ [[αντίθεση]] με τη [[γυναίκα]])<br /><b>2.</b> [[ομόκλινος]], [[σύζυγος]]<br /><b>3.</b> [[ανδρείος]], [[γενναίος]], [[παληκάρι]]<br /><b>4.</b> αυτός που μπήκε στην αντρική [[ηλικία]], [[ενήλικος]], ώριμος<br /><b>5.</b> [[στρατιώτης]], [[οπλίτης]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «κατ’ ἄνδρα», [[ένας]] -[[ένας]] με τη [[σειρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] [[θνητός]] (σ’ [[αντίθεση]] με τους θεούς)<br /><b>2.</b> ο [[άρχοντας]], ο [[αρχηγός]]<br /><b>3.</b> ο [[ελεύθερος]] [[άνθρωπος]], ο [[πολίτης]], σε [[αντίθεση]] με τον δούλο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἀνὴρ ὅδε ἐγὼ»<br />«νομεὺς [[ἀνήρ]]», [[βοσκός]]<br />«εἷς ἀνὴρ οὐδεὶς [[ἀνήρ]]», [[ένας]], ίσον [[κανένας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] -ner και -aner (-әner). Το θ. του ελλην. τ. [[ανήρ]] εμφανίζεται στο αρχ. ινδ. na (θ. nάr-) «ἄνδρας, [[ἄνθρωπος]]», αβ. nā (nar-), ιταλ. ner- (οσκ. γεν. πληθ. ner-um «[[ανδρών]]»), λατ. σαβιν. Ner-ō (κύριο όνομα), αλβαν. njer «[[άνδρας]], [[άνθρωπος]]» Ως [[προς]] το αρχικό α- του ελλην. τ. [[ανήρ]] (το οποίο απαντά και στο αρμεν. ayr, γεν. arn «[[άνδρας]], [[άνθρωπος]]» [[καθώς]] και στο νεοφρυγ. αναρ «[[άνδρας]]») δεν [[είναι]] βέβαιο αν πρόκειται για προθεματικό [[φωνήεν]] ή για μια [[μεταβολή]] του φωνήεντος της ρίζας [[κατά]] τον σχηματισμό της λέξης. Στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και στον πληθ. το θ. ανερ- μαρτυρείται [[σπανίως]]. Συχνότερα απαντά θ. ανδρ-, το οποίο προήλθε από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του θ. με [[ανάπτυξη]] ενός -δ- [[χάριν]] ευφωνίας. Τέλος υποστηρίζεται ότι με τον τ. [[ανήρ]] (ανδρός) συνδέονται και οι λ. [[δρώψ]] (<span style="color: red;"><</span> νρώψ) «[[άνθρωπος]]», στον Ησύχιο και [[άνθρωπος]] (<span style="color: red;"><</span> άνδρ-ωπος). Η λ. [[ανήρ]] έδωσε [[λαβή]] στον σχηματισμό πλήθους συνθέτων της Αρχαίας με α' συνθετικό το ανδρο- καί β΄ συνθετικό το -ανδρός, και λιγότερο το -ήνωρ (απ’ όπου και θηλ. -άνειρα). Ιδιαιτέρως παραγωγική υπήρξε η [[λέξη]] στον σχηματισμό κυρίων ονομάτων της αρχαίας, [[πολλά]] από τα οποία χρησιμοποιούνται και [[σήμερα]]].Παράγωγα και [[σύνθετα]] του ουσιαστικού [[άνδρας]] ([[ανήρ]])<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανδρείος]] [[ανδρίζω]], [[ανδρικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανδρακάς]] (Ι), [[ανδρακάς]] (II), [[ανδράριον]], [[ανδρίον]], [[ανδρόμεος]], [[ανδροτής]], [[ανδρώδης]], [[ανδρών]], [[ανδρώος]]<br /><b>μσν.</b><br />ανδραΐζομαι.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Α΄<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανδραγαθία]], [[ανδρόγυνο]](-ς), [[ανδρομανής]], [[ανδρόμορφος]], ανδρόσαιμον<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανδράγρια]], [[ανδραχθής]], [[ανδρεϊφόντης]], [[ανδρεράστρια]], [[ανδρηλάτης]], [[ανδρόβουλος]], [[ανδρογόνος]], [[ανδροδάικτος]], [[ανδροδάμας]], [[ανδροκοίτης]], [[ανδροκτασία]], [[ανδροκτόνος]], [[ανδρολέτειρα]], [[ανδροληψία]], [[ανδρομήκης]], [[ανδρωνυμικός]], [[ανδροπλήθεια]], [[ανδροποιός]], [[ανδρόπρωρος]], ανδρόσπλαγχνος, ανδροσφαγείον, [[άνδροσφιγξ]], ανδροτύχης, [[ανδροφάγος]], [[ανδροφθόρος]], [[ανδροφόνος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανδρογύναιος]], [[ανδρόλεθρος]], [[ανδρόνους]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανδραδέλφη]], [[ανδράδελφος]], [[ανδροπρεπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανδρογυναίκα]], [[ανδροκόρη]], [[ανδροχωρίστρα]].<br /><b>Κύρια ονόματα:</b><br />[[Ανδράγαθος]], [[Ανδραγόρας]], [[Ανδραίμων]], [[Ανδράπομπος]], [[Ανδράρης]], [[Ανδρήρατος]], [[Άνδριππος]], [[Ανδρόβιος]], [[Ανδρόβολος]], [[Ανδρόβουλος]], [[Ανδρογένης]], [[Ανδρογήθης]], [[Ανδροδάμας]], [[Ανδροθάλης]], [[Ανδρόθεμις]], [[Ανδροίτας]], [[Ανδροκάδης]], [[Ανδροκλής]], [[Άνδροκλος]], [[Ανδροκράτης]], [[Ανδρόκριτος]], [[Ανδροκύδης]], [[Ανδρόλοχος]], [[Ανδρόμαχος]], [[Ανδρομένης]], [[Ανδρομήδης]], [[Ανδρόνικος]], [[Ανδροπείθης]], [[Ανδροσθένης]], [[Ανδρόσκυλος]], [[Ανδροτέλης]], [[Ανδρότιμος]], [[Ανδροτίων]], [[Ανδροττίδης]], [[Ανδροφάνης]], [[Ανδρόφιλος]], [[Ανδρόφορβος]], [[Ανδρόχαρις]], [[Ανδρώναξ]], [[Ανδρωφέλης]], [[Ανδρώχος]], [[Ανεροίτας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αλέξανδρος]], [[αμύνανδρος]], [[ἀναρπάξανδρος|αναρπάξανδρος]], [[άντανδρος]], [[απείρανδρος]], [[ἁρπάξανδρος|αρπάξανδρος]], [[αύτανδρος]], [[γύνανδρος]], [[δαΐξανδρος]], [[δείλανδρος]], [[δέκανδρος]], [[δισμυρίανδρος]], [[ἑκατόντανδρος|εκατόντανδρος]], [[έλανδρος]], [[ἔνανδρον|ένανδρος]], [[έπανδρος]], [[εύανδρος]], [[ημίανδρος]], [[ίσανδρος]], [[κακόανδρος]], [[κάλανδρος]], [[κένανδρος]], [[λείψανδρος]], [[μαίανδρος]], [[μεγάλανδρος]], [[μένανδρος]], [[μισαλέξανδρος]], [[μίσανδρος]], [[μόνανδρος]], [[μυρίανδρος]], [[νέανδρος]], [[ολίγανδρος]], [[πεντεκαιδέκανδρος]], [[πολύανδρος]], [[σάκανδρος]], [[σχιζογύανδρος]], τάρανδρος, [[τρίανδρος]], [[ὕπανδρος|ύπανδρος]], [[φαίδρανδρος]], [[φιλαλέξανδρος]], [[φίλανδρος]], [[χιλίανδρος]] / [[αγαπήνωρ]], [[αγήνωρ]], [[ανήνωρ]], [[αντήνωρ]], [[ἀπατήνωρ|απατήνωρ]], [[δαμασήνωρ]], [[δεισήνωρ]], [[ευήνωρ]], [[λειχήνωρ]], [[λυσήνωρ]], [[μεγαλήνωρ]], [[ολεσήνωρ]], [[ρηξήνωρ]], [[υπερήνωρ]], [[υψήνωρ]], φθεισήνωρ, [[φιλήνωρ]] / [[αντιάνειρα]], [[βωτιάνειρα]], [[κυδιάνειρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασχημάντρας]], [[ομορφάντρας]].<br /><b>Κύρια ονόματα:</b><br />[[Αγάθανδρος]], [[Αγάσανδρος]], [[Αγήσανδρος]], [[Αγόρανδρος]], [[Ακέσανδρος]], [[Αλέξανδρος]], [[Άλκανδρος]], [[Αμύνανδρος]], [[Άμφανδρος]], [[Ανάξανδρος]], [[Άντανδρος]], [[Άξανδρος]], [[Αρέσανδρος]], [[Αρίστανδρος]], [[Άρχανδρος]], [[Άσανδρος]], [[Αύτανδρος]], [[Αψανδρος]], [[Βίανδρος]], [[Δέξανδρος]], [[Δήμανδρος]], [[Δίανδρος]], [[Διώξανδρος]], [[Δόξανδρος]], [[Εθέλανδρος]], [[Είκανδρος]], [[Έπανδρος]], [[Ερμανδρίδας]], [[Έρξανδρος]], [[Ερύμανδρος]], [[ΕτέFανδρος]], [[Εύανδρος]], [[Ευχανδρίδας]], [[Ζόανδρος]], [[Ηγήσανδρος]], [[Ήρανδρος]], [[Ήσανδρος]], [[Θάρρανδρος]], [[Θέανδρος]], [[Θέμανδρος]], [[Θρασύανδρος]], [[Θύμανδρος]], [[Ίσχανδρος]], [[Καφίσανδρος]], [[Κλέανδρος]], [[Κλείνανδρος]], [[Κλείτανδρος]], [[Κτήσανδρος]], [[Λάανδρος]], [[Λαΐανδρος]], [[Λέανδρος]], [[Λύανδρος]], [[Λύσανδρος]], [[Μελήσανδρος]], [[Μένανδρος]], [[Μενέσανδρος]], [[Μυήμανδρος]], [[Μυήσανδρος]], [[Νέανδρος]], [[Νίκανδρος]], [[Νύσσανδρος]], [[Ξένανδρος]], [[Ονάσανδρος]], [[Ονόμανδρος]], [[Οφέλανδρος]], [[Παλάμανδρος]], [[Παντανδρίδας]], [[Πείθανδρος]], [[Πείσανδρος]], [[Περίανδρος]], [[Πίστανδρος]], [[Πλουτάκανδρος]], [[Ποίμανδρος]], [[Πρόανδρος]], [[Πυθανδρίδης]], [[Πύρρανδρος]], [[Σήμανδρος]], [[Σίνανδρος]], [[Σκόπανδρος]], [[Σπεύσανδρος]], [[Σπούδανδρος]], [[Στάσανδρος]], [[Στελλανδρίδης]], [[Στίβανδρος]], [[Σύλανδρος]], [[Σώνδρος]], [[Σώσανδρος]], [[Τείσανδρος]], [[Τελέσανδρος]], [[Τέρπανδρος]], [[Τίμανδρος]], [[Τύχανδρος]], [[Φαίνανδρος]], [[Φάνανδρος]], [[Φίλανδρος]], [[Χαίρανδρος]], [[Χαρίσανδρος]], [[Χάρμανδρος]], [[Αγαθήνωρ]], [[Αλξήνωρ]], [[Αναξήνωρ]], [[Δαμασήνωρ]], [[Εκατήνωρ]], [[Ερξήνωρ]], [[Κυδήνωρ]], [[Μεγήνωρ]], [[Παντήνωρ]], [[Στησήνωρ]].
|mltxt=[[άνδρας]] και [[άντρας]], ο (Α [[ἀνήρ]])<br /><b>1.</b> [[αρσενικός]] [[άνθρωπος]] (σ’ [[αντίθεση]] με τη [[γυναίκα]])<br /><b>2.</b> [[ομόκλινος]], [[σύζυγος]]<br /><b>3.</b> [[ανδρείος]], [[γενναίος]], [[παληκάρι]]<br /><b>4.</b> αυτός που μπήκε στην αντρική [[ηλικία]], [[ενήλικος]], ώριμος<br /><b>5.</b> [[στρατιώτης]], [[οπλίτης]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «κατ’ ἄνδρα», [[ένας]] -[[ένας]] με τη [[σειρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] [[θνητός]] (σ’ [[αντίθεση]] με τους θεούς)<br /><b>2.</b> ο [[άρχοντας]], ο [[αρχηγός]]<br /><b>3.</b> ο [[ελεύθερος]] [[άνθρωπος]], ο [[πολίτης]], σε [[αντίθεση]] με τον δούλο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἀνὴρ ὅδε ἐγὼ»<br />«νομεὺς [[ἀνήρ]]», [[βοσκός]]<br />«εἷς ἀνὴρ οὐδεὶς [[ἀνήρ]]», [[ένας]], ίσον [[κανένας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] -ner και -aner (-әner). Το θ. του ελλην. τ. [[ανήρ]] εμφανίζεται στο αρχ. ινδ. na (θ. nάr-) «ἄνδρας, [[ἄνθρωπος]]», αβ. nā (nar-), ιταλ. ner- (οσκ. γεν. πληθ. ner-um «[[ανδρών]]»), λατ. σαβιν. Ner-ō (κύριο όνομα), αλβαν. njer «[[άνδρας]], [[άνθρωπος]]» Ως [[προς]] το αρχικό α- του ελλην. τ. [[ανήρ]] (το οποίο απαντά και στο αρμεν. ayr, γεν. arn «[[άνδρας]], [[άνθρωπος]]» [[καθώς]] και στο νεοφρυγ. αναρ «[[άνδρας]]») δεν [[είναι]] βέβαιο αν πρόκειται για προθεματικό [[φωνήεν]] ή για μια [[μεταβολή]] του φωνήεντος της ρίζας [[κατά]] τον σχηματισμό της λέξης. Στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και στον πληθ. το θ. ανερ- μαρτυρείται [[σπανίως]]. Συχνότερα απαντά θ. ανδρ-, το οποίο προήλθε από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του θ. με [[ανάπτυξη]] ενός -δ- [[χάριν]] ευφωνίας. Τέλος υποστηρίζεται ότι με τον τ. [[ανήρ]] (ανδρός) συνδέονται και οι λ. [[δρώψ]] (<span style="color: red;"><</span> νρώψ) «[[άνθρωπος]]», στον Ησύχιο και [[άνθρωπος]] (<span style="color: red;"><</span> άνδρ-ωπος). Η λ. [[ανήρ]] έδωσε [[λαβή]] στον σχηματισμό πλήθους συνθέτων της Αρχαίας με α' συνθετικό το ανδρο- καί β΄ συνθετικό το -ανδρός, και λιγότερο το -ήνωρ (απ’ όπου και θηλ. -άνειρα). Ιδιαιτέρως παραγωγική υπήρξε η [[λέξη]] στον σχηματισμό κυρίων ονομάτων της αρχαίας, [[πολλά]] από τα οποία χρησιμοποιούνται και [[σήμερα]]].Παράγωγα και [[σύνθετα]] του ουσιαστικού [[άνδρας]] ([[ανήρ]])<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανδρείος]] [[ανδρίζω]], [[ανδρικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανδρακάς]] (Ι), [[ανδρακάς]] (II), [[ανδράριον]], [[ανδρίον]], [[ανδρόμεος]], [[ανδροτής]], [[ανδρώδης]], [[ανδρών]], [[ανδρώος]]<br /><b>μσν.</b><br />ανδραΐζομαι.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Α΄<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανδραγαθία]], [[ανδρόγυνο]](-ς), [[ανδρομανής]], [[ανδρόμορφος]], ανδρόσαιμον<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανδράγρια]], [[ανδραχθής]], [[ανδρεϊφόντης]], [[ανδρεράστρια]], [[ανδρηλάτης]], [[ανδρόβουλος]], [[ανδρογόνος]], [[ανδροδάικτος]], [[ανδροδάμας]], [[ανδροκοίτης]], [[ανδροκτασία]], [[ανδροκτόνος]], [[ανδρολέτειρα]], [[ανδροληψία]], [[ανδρομήκης]], [[ανδρωνυμικός]], [[ανδροπλήθεια]], [[ανδροποιός]], [[ανδρόπρωρος]], ανδρόσπλαγχνος, ανδροσφαγείον, [[άνδροσφιγξ]], ανδροτύχης, [[ανδροφάγος]], [[ανδροφθόρος]], [[ανδροφόνος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανδρογύναιος]], [[ανδρόλεθρος]], [[ανδρόνους]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανδραδέλφη]], [[ανδράδελφος]], [[ανδροπρεπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανδρογυναίκα]], [[ανδροκόρη]], [[ανδροχωρίστρα]].<br /><b>Κύρια ονόματα:</b><br />[[Ανδράγαθος]], [[Ανδραγόρας]], [[Ανδραίμων]], [[Ανδράπομπος]], [[Ανδράρης]], [[Ανδρήρατος]], [[Άνδριππος]], [[Ανδρόβιος]], [[Ανδρόβολος]], [[Ανδρόβουλος]], [[Ανδρογένης]], [[Ανδρογήθης]], [[Ανδροδάμας]], [[Ανδροθάλης]], [[Ανδρόθεμις]], [[Ανδροίτας]], [[Ανδροκάδης]], [[Ανδροκλής]], [[Άνδροκλος]], [[Ανδροκράτης]], [[Ανδρόκριτος]], [[Ανδροκύδης]], [[Ανδρόλοχος]], [[Ανδρόμαχος]], [[Ανδρομένης]], [[Ανδρομήδης]], [[Ανδρόνικος]], [[Ανδροπείθης]], [[Ανδροσθένης]], [[Ανδρόσκυλος]], [[Ανδροτέλης]], [[Ανδρότιμος]], [[Ανδροτίων]], [[Ανδροττίδης]], [[Ανδροφάνης]], [[Ανδρόφιλος]], [[Ανδρόφορβος]], [[Ανδρόχαρις]], [[Ανδρώναξ]], [[Ανδρωφέλης]], [[Ανδρώχος]], [[Ανεροίτας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αλέξανδρος]], [[αμύνανδρος]], [[ἀναρπάξανδρος|αναρπάξανδρος]], [[άντανδρος]], [[απείρανδρος]], [[ἁρπάξανδρος|αρπάξανδρος]], [[αύτανδρος]], [[γύνανδρος]], [[δαΐξανδρος]], [[δείλανδρος]], [[δέκανδρος]], [[δισμυρίανδρος]], [[ἑκατόντανδρος|εκατόντανδρος]], [[έλανδρος]], [[ἔνανδρον|ένανδρος]], [[έπανδρος]], [[εύανδρος]], [[ημίανδρος]], [[ίσανδρος]], [[κακόανδρος]], [[κάλανδρος]], [[κένανδρος]], [[λείψανδρος]], [[μαίανδρος]], [[μεγάλανδρος]], [[μένανδρος]], [[μισαλέξανδρος]], [[μίσανδρος]], [[μόνανδρος]], [[μυρίανδρος]], [[νέανδρος]], [[ολίγανδρος]], [[πεντεκαιδέκανδρος]], [[πολύανδρος]], [[σάκανδρος]], [[σχιζογύανδρος]], τάρανδρος, [[τρίανδρος]], [[ὕπανδρος|ύπανδρος]], [[φαίδρανδρος]], [[φιλαλέξανδρος]], [[φίλανδρος]], [[χιλίανδρος]] / [[αγαπήνωρ]], [[αγήνωρ]], [[ανήνωρ]], [[αντήνωρ]], [[ἀπατήνωρ|απατήνωρ]], [[δαμασήνωρ]], [[δεισήνωρ]], [[ευήνωρ]], [[λειχήνωρ]], [[λυσήνωρ]], [[μεγαλήνωρ]], [[ολεσήνωρ]], [[ρηξήνωρ]], [[υπερήνωρ]], [[υψήνωρ]], φθεισήνωρ, [[φιλήνωρ]] / [[αντιάνειρα]], [[βωτιάνειρα]], [[κυδιάνειρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασχημάντρας]], [[ομορφάντρας]].<br /><b>Κύρια ονόματα:</b><br />[[Αγάθανδρος]], [[Αγάσανδρος]], [[Αγήσανδρος]], [[Αγόρανδρος]], [[Ακέσανδρος]], [[Αλέξανδρος]], [[Άλκανδρος]], [[Αμύνανδρος]], [[Άμφανδρος]], [[Ανάξανδρος]], [[Άντανδρος]], [[Άξανδρος]], [[Αρέσανδρος]], [[Αρίστανδρος]], [[Άρχανδρος]], [[Άσανδρος]], [[Αύτανδρος]], [[Αψανδρος]], [[Βίανδρος]], [[Δέξανδρος]], [[Δήμανδρος]], [[Δίανδρος]], [[Διώξανδρος]], [[Δόξανδρος]], [[Εθέλανδρος]], [[Είκανδρος]], [[Έπανδρος]], [[Ερμανδρίδας]], [[Έρξανδρος]], [[Ερύμανδρος]], [[ΕτέFανδρος]], [[Εύανδρος]], [[Ευχανδρίδας]], [[Ζόανδρος]], [[Ηγήσανδρος]], [[Ήρανδρος]], [[Ήσανδρος]], [[Θάρρανδρος]], [[Θέανδρος]], [[Θέμανδρος]], [[Θρασύανδρος]], [[Θύμανδρος]], [[Ίσχανδρος]], [[Καφίσανδρος]], [[Κλέανδρος]], [[Κλείνανδρος]], [[Κλείτανδρος]], [[Κτήσανδρος]], [[Λάανδρος]], [[Λαΐανδρος]], [[Λέανδρος]], [[Λύανδρος]], [[Λύσανδρος]], [[Μελήσανδρος]], [[Μένανδρος]], [[Μενέσανδρος]], [[Μυήμανδρος]], [[Μυήσανδρος]], [[Νέανδρος]], [[Νίκανδρος]], [[Νύσσανδρος]], [[Ξένανδρος]], [[Ονάσανδρος]], [[Ονόμανδρος]], [[Οφέλανδρος]], [[Παλάμανδρος]], [[Παντανδρίδας]], [[Πείθανδρος]], [[Πείσανδρος]], [[Περίανδρος]], [[Πίστανδρος]], [[Πλουτάκανδρος]], [[Ποίμανδρος]], [[Πρόανδρος]], [[Πυθανδρίδης]], [[Πύρρανδρος]], [[Σήμανδρος]], [[Σίνανδρος]], [[Σκόπανδρος]], [[Σπεύσανδρος]], [[Σπούδανδρος]], [[Στάσανδρος]], [[Στελλανδρίδης]], [[Στίβανδρος]], [[Σύλανδρος]], [[Σώνδρος]], [[Σώσανδρος]], [[Τείσανδρος]], [[Τελέσανδρος]], [[Τέρπανδρος]], [[Τίμανδρος]], [[Τύχανδρος]], [[Φαίνανδρος]], [[Φάνανδρος]], [[Φίλανδρος]], [[Χαίρανδρος]], [[Χαρίσανδρος]], [[Χάρμανδρος]], [[Αγαθήνωρ]], [[Αλξήνωρ]], [[Αναξήνωρ]], [[Δαμασήνωρ]], [[Εκατήνωρ]], [[Ερξήνωρ]], [[Κυδήνωρ]], [[Μεγήνωρ]], [[Παντήνωρ]], [[Στησήνωρ]].
}}
{{trml
|trtx====[[man]]===
Aasax: hat-uk; Abkhaz: ахаҵа; Abu' Arapesh: aleman; Acehnese: agam; Adyghe: хъулъфыгъ, лӀы; Afrikaans: man; Ahom: 𑜋𑜩; Ainu: オッカヨ; Akkadian: 𒀀𒉿𒈝, 𒍣𒅗𒊒𒌝; Aklanon: eaki; Alabama: naani; Alawa: lilmi; Albanian: burrë, trim; Aleut: tayaĝux̂; Alutor: ӄылавул; Alviri-Vidari: میرده‎; Ama: noko; Amharic: ወንድ; Arabic: رَجُل‎; Egyptian Arabic: راجِل‎; Gulf Arabic: ريل‎; Hijazi Arabic: رِجَّال‎, راجل‎; Moroccan Arabic: راجل‎; South Levantine Arabic: رِجَّال‎; Aragonese: hombre; Aramaic: גַּבְרָא‎; Imperial Aramaic: 𐡂𐡁𐡓𐡀‎; Assyrian Neo-Aramaic: ܐܘܿܪܙܵܐ‎, ܓܲܒ݂ܪܵܐ‎; Classical Syriac: ܓܰܒܪܳܐ‎; Mandaic: ࡂࡁࡓࡀ‎; Samaritan Aramaic: ࠂࠁࠓࠀ‎; Argobba: ወንድ; Armenian: տղամարդ, մարդ; Arosi: noni; Assamese: মতা মানুহ; Asturian: home; Atikamekw: iriniw; Avar: бихьинчи, гӏадан; Aymara: chacha; Azerbaijani: adam, kişi, ər; Bakhtiari: پیا‎; Balinese: muani, lanang; Baluchi: مرد‎; Bambara: cɛ; Banjarese: lakian; Bashkir: ир, ир кеше; Basque: gizon, gizaseme, gizonki; Baure: hir; Bavarian: mo, må, môô; Belarusian: мужчына, муж; Bengali: আদমী, মরদ; Berber Tashelhit: argaz; Betoi: humasoi; Blackfoot: ninaa; Breton: gwaz, den; Buginese: burane; Bukiyip: élman; Bulgarian: мъж; Bulu: fam; Burmese: ယောက်ျား; Buryat: эрэ хүн; Catalan: home; Catawba: ye; Cebuano: lalaki; Central Atlas Tamazight: ⴰⵔⴳⴰⵣ; Chamicuro: yelna; Chechen: боьрша стаг, стаг; Cherokee: ᎠᏍᎦᏯ; Cheyenne: hetane; Chickasaw: hattak nakni', hattak, nakni'; Chinese Cantonese: 男人; Dungan: нанжын, нанзыхан; Hakka: 男人; Mandarin: 男人, 男的, 男子, 男子漢, 男子汉; Min Bei: 男人; Min Dong: 男, 唐部儂, 唐部侬, 男界; Min Nan: 查埔人, 男人; Teochew: 查埔人; Wu: 男人; Chiricahua: ndé; Choctaw: hatak; Chuave: yai; Chuvash: ар ҫын, ар; Coptic: ⲣⲱⲙⲉ; Cree: nâpêw; Crimean Tatar: erkek, er kişi, adam; Crow: bacheé; Czech: muž, pán; Dalmatian: jomno; Danish: mand; Dhivehi: ފިރިހެން މީހާ‎; Dolgan: эр киһи; Dutch: [[man]], [[heer]]; East Central German: Moan; Eastern Arrernte: artwe; Eastern Mari: марий, пӧръеҥ; Erzya: аля; Esperanto: viro; Estonian: mees, meesterahvas; Even: няри; Evenki: бэе; Ewe: ŋutsu; Faroese: kallmaður, maður, kallur; Fijian: turaga; Finnish: mies; Franco-Provençal: homo; French: [[homme]]; Friulian: omp, om; Fula: gorko; Futuna-Aniwa: taŋata; Fuyug: an; Galician: varón, home; Ge'ez: ዕድ; Georgian: კაცი; German: [[Mann]], [[Herr]]; Alemannic German: Maa; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌽𐌰, 𐌲𐌿𐌼𐌰; Greek: [[άνδρας]]; Ancient Greek: [[ἀνήρ]], [[φώς]]; Greenlandic: angut; Guaraní: ava; Gujarati: પુરુષ; Hausa: mutum; Hawaiian: kāne; Hebrew: אָדָם‎, גֶּבֶר‎, אִישׁ‎; Hiligaynon: lalaki; Hindi: पुरुष, नर, मानुस, मानस, आदमी, मर्द, मानव, मानुष; Hittite: 𒇽𒀸, 𒁉𒌍𒈾𒀸; Hopi: taaqa; Hungarian: férfi, ember; Hunsrik: Mann; Icelandic: karlmaður, karl, maður; Ido: viro; Indo-Portuguese: homm; Indonesian: pria, laki-laki; Ingush: саг; Interlingua: homine, viro, masculo; Inuktitut: ᐊᖑᑦ; Inupiaq: angun; Irish: fear; Old Irish: fer; Isnag: lalaki; Istriot: omo; Istro-Romanian: bărbåt; Italian: [[uomo]]; Itawit: lalaki; Japanese: 男性, 男の人, 男; Javanese: lanang, jaler; Jersey Dutch: kääd'l; Jicarilla: didé; Judeo-Tat: мерд; Kabyle: argaz; Kalmyk: залу күн; Kaluli: kalu; Kamta: beṭa saöa; Kannada: ನರ, ಪುರುಷ; Karachay-Balkar: эркиши, эркегырыу; Karelian: ukko; Karipúna Creole French: uóm; Karitiâna: taso; Kashubian: chłop; Kazakh: ер, еркек, еркек, ер адам, ер кісі, жігіт, кісі; Khmer: ប្រុស; Khoekhoe: khoeb; Komi-Permyak: морт, мужичӧй, айморт; Korean: 남자(男子), 사내; Kumyk: эркек; Kunigami: 男; Kurdish Central Kurdish: پیاو‎, زەلام‎; Northern Kurdish: mêr, zelam; Kyrgyz: эркек, киши; Ladin: ël; Lakota: wičháša; Lao: ຜູ້ຊາຍ, ຊາຍ; Latgalian: veirs; Latin: [[vir]], [[mas]]; Latvian: vīrs; Lavukaleve: ali; Laz: კოჩი; Ledo Kaili: langgai; Lezgi: итим; Lithuanian: vyras; Livonian: mīez; Lombard: omm; Lote: non; Louisiana Creole French: nonm, boug; Low German German Low German: Mann; Luganda: omusajja; Lü: ᦋᦻ; Macedonian: маж, човек; Malagasy: lehilahy, olona; Malay: lelaki; Malayalam: മനുഷ്യൻ, ആണ്; Maltese: raġel; Manchu: ᡥᠠᡥᠠ; Mandar: tommuane; Manx: fer; Maori: tāne; Mapudungun: wentru; Maranao: mama; Watam: namot; Marathi: माणूस, पुरुष; Maricopa: ipa; Mazanderani: مردی‎; Megleno-Romanian: bărbat; Meänkieli: mies; Mi'kmaq: jinem; Mingrelian: კოჩი; Mirandese: home; Mohawk: rón:kwe; Mohegan-Pequot: in; Moksha: аля; Mongolian Cyrillic: эр хүн, хүн, эрэгтэй хүн, эр, хлопъ; Moroccan Amazigh: ⴰⵔⴳⴰⵣ; Motu: tau; Mòcheno: mònn; Nahuatl Central: tlacatl, oquichtli; Central Huasteca: tlakatl, okixtli; Classical: tlacatl, oquichtli; Navajo: hastiin; Neapolitan: ommo; Nepali: पुरुष, लोग्ने मान्छे; Ngarrindjeri: korni; Nivkh: утку; Norman: haomme, homme, houme, houmme; North Frisian Föhr-Amrum: maan; Halligen: moon; Sylt: Man; North Slavey: deneyu; Northern Ohlone: ṯaares, tá̄ris; Northern Thai: ᨩᩣ᩠ᨿ; Norwegian Bokmål: mann; Nynorsk: mann; Nyunga: man, maaman; O'odham: cheoj; Occitan: òme; Ojibwe: inini; Oki-No-Erabu: 男; Okinawan: 男; Old Church Slavonic Cyrillic: мѫжь, *мѫжьщина; Glagolitic: ⰿⱘⰶⱐ; Old East Slavic: мужь, *мущина; Old English: wer, secg); Old French: hom, homme; Old Lithuanian: žmuõ; Old Norse: maðr; Old Occitan: omne; Old Persian: 𐎶𐎼𐎫𐎡𐎹; Old Portuguese: ome; Old Prussian: wīrs; Old Turkic: 𐰼‎; Ongota: inta; Oriya: ନର; Oromo: namicha, dhiira, nama; Ossetian: лӕг, нӕл, нӕлгоймаг; Ottoman Turkish: ادم‎, اركك‎, ار‎, رجل‎, مرد‎; Pashto: سړی‎; Pennsylvania German: Mann; Persian: مَرد‎; Pileni: tangata; Pipil: takat, tacat; Pitjantjatjara: wati; Plautdietsch: Maun; Polish: mężczyzna pers, pan pers, człowiek pers, mąż pers; Portuguese: [[homem]], [[varão]], [[mane]]; Powhatan: nimarew; Punjabi: ਆਦਮੀ; Quechua: qhari, gari; Rapa Nui: tangata; Romagnol: òm, òman; Romanian: bărbat, om; Romansch: um; Russian: [[мужчина]], [[муж]], [[мужик]]; Rusyn: хлоп, муж; Saanich: SWÍḴE; Sami Inari: almai; Northern: almmái; Skolt: åålm; Southern: ålma; Samogitian: vīrs; Sanskrit: वृषन्, पुरुष, नर; Sardinian: òmine; Saterland Frisian: Mon; Savosavo: tada; Scots: mannie; Scottish Gaelic: fear, duine; Seimat: wawan; Serbo-Croatian Cyrillic: човјек, мушкарац; Roman: čovjek, muškarac; Shan: ၸၢႆး; Sicilian: omu; Silesian: chop; Sindhi: ماڻھو‎, مرد‎; Sinhalese: මිනිහා, මිනිසා, පුරුෂයා; Slovak: muž; Slovene: moški, mož; Slovincian: χlʉ̀ɵ̯p; Somali: nin; Sorbian Lower Sorbian: muski, muž; Upper Sorbian: muž; Spanish: [[hombre]], [[varón]]; Sranan Tongo: man; Sumerian: 𒇽; Sundanese: pameget, lalaki; Swahili: mwanaume or wa; Swedish: man, karl; Sylheti: ꠛꠦꠐꠣ; Tagalog: lalaki; Tahitian: tāne; Tai Nüa: ᥓᥣᥭᥰ; Tajik: мард, одам; Talysh: مرد‎; Tamil: ஆண்; Taos: sə́onena; Tatar: ир, ир кеше; Tausug: usug; Telugu: పురుషుడు, మగవాడు; Tetum: mane; Thai: ผู้ชาย, ชาย; Tibetan: ཕོ; Tigrinya: ሰብኣይ; Tocharian A: oṅk; Tocharian B: eṅkwe; Tok Pisin: man; Tswana: monna; Tundra Nenets: хасава; Tupinambá: abá; Turkish: adam, erkek, er, er kişi; Turkmen: erkek, adam, kişi; Tuvaluan: tagata; Tuvan: эр кижи, эр; Udmurt: пиосмурт, воргорон; Ukrainian: чолові́к, муж, мужчина; Urdu: آدمی‎, مرد‎, پرش‎; Uyghur: ئەر‎, ئەر كىشى‎; Uzbek: er, kişi, erkak kişi, erkak, kişi; Venetian: omo; Vietnamese: đàn ông; Vilamovian: menś; Volapük: man, himen; Vurës: atm̄ēn; Võro: miis; Walloon: ome; Warlpiri: wati; Welsh: gŵr, dyn; West Frisian: man; Western Apache: nnee, nndee, ndee, indee, ndeeń; Wolof: góor ji, góor; Xhosa: indoda; Yagara: dhan; Yagnobi: мард; Yakut: эр киһи, эр; Yiddish: מאַן‎; Yoron: 男; Yoruba: o̩kùnrin; Yámana: úa; Zaghawa: boru; Zay: səb; Zazaki: merdek; Zealandic: man, vent; Zhuang: bouxsai, sai; Zulu: indoda, umlisa; ǃXóõ: tâa a̰a
}}
}}