Anonymous

σάκος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sakos
|Transliteration C=sakos
|Beta Code=sa/kos
|Beta Code=sa/kos
|Definition=[ᾰ], εος, τό, Ion. gen. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[σάκευς]] <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>334</span> (Cretan word acc. to <span class="title">AB</span>1096):—[[shield]], <span class="bibl">Il.7.222</span>, <span class="bibl">18.478</span>, <span class="bibl">20.268</span>, <span class="bibl">Hdt.1.52</span>, etc.: it was [[concave]], and hence sometimes used as a [[vessel]] to hold [[liquid]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span> 540</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[shield]], [[defence]], [[βωμός]], [[ἄρρηκτος|ἄρρηκτον]] σάκος <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>190</span>. (Prob. cogn. with Skt. tvác- '[[skin]], [[hide]]'.)</span><br>[ᾰ], ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[σάκκος]]. </span><span class="sense"><span class="bld">B</span> [[σακός]], ὁ, v. [[σηκός]].</span>
|Definition=[ᾰ], εος, τό, Ion. gen.<br><span class="bld">A</span> [[σάκευς]] Hes.''Sc.''334 (Cretan word acc. to ''AB''1096):—[[shield]], Il.7.222, 18.478, 20.268, [[Herodotus|Hdt.]]1.52, etc.: it was [[concave]], and hence sometimes used as a [[vessel]] to hold [[liquid]], A.''Th.'' 540.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[shield]], [[defence]], [[βωμός]], [[ἄρρηκτος|ἄρρηκτον]] σάκος A.''Supp.''190. (Prob. cogn. with Skt. tvác- '[[skin]], [[hide]]'.)[ᾰ], ὁ,<br><span class="bld">A</span> v. [[σάκκος]].<br><span class="bld">B</span> [[σακός]], ὁ, v. [[σηκός]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />bouclier d'osier <i>ou</i> de bois recouvert d'une peau de bœuf <i>ou</i> d'une plaque de métal ; <i>fig.</i> bouclier, protection, défense.<br />'''Étymologie:''' DELG mot i.-e. signifiant originellement « peau ».<br /><span class="bld">2</span>v. [[σάκκος]].
|btext=<span class="bld">1</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />bouclier d'osier <i>ou</i> de bois recouvert d'une peau de bœuf <i>ou</i> d'une plaque de métal ; <i>fig.</i> [[bouclier]], [[protection]], [[défense]].<br />'''Étymologie:''' DELG mot i.-e. signifiant originellement « peau ».<br /><span class="bld">2</span>v. [[σάκκος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σάκος:''' <b class="num">II</b> (ᾰ) ὁ атт. = [[σάκκος]].<br />εος, ион. ευς (ᾰ, у Hes. ᾱ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[щит]] (больших размеров) Hom., Hes., Aesch., Her.;<br /><b class="num">2)</b> [[защита]], [[прибежище]] (ἄρρηκτον σ. Aesch.).
|elrutext='''σάκος:''' <b class="num">II</b> (ᾰ) ὁ атт. = [[σάκκος]].<br />εος, ион. ευς (ᾰ, у Hes. ᾱ) τό<br /><b class="num">1</b> [[щит]] (больших размеров) Hom., Hes., Aesch., Her.;<br /><b class="num">2</b> [[защита]], [[прибежище]] (ἄρρηκτον σ. Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[σάκκος]], ΝΜΑ, και αττ. τ. [[σάκος]] Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή [[δέρμα]] ή από [[άλλο]] υλικό [[σήμερα]], ανοιχτή στο [[επάνω]] [[μέρος]], που χρησιμοποιείται για την [[τοποθέτηση]], [[φύλαξη]] και [[μεταφορά]] διαφόρων [[χύμα]] πραγμάτων, [[σακί]], [[τσουβάλι]] (α. «[[χάρτινος]] [[σάκος]]» β. «σάκκους τε ἐπ<br />ἁμαξέων εὕρισκον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) χοντρό τρίχινο ύφασμα και, [[κυρίως]], ύφασμα από [[τρίχα]] κατσίκας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ναυτ.-στρ.) κυλινδρική [[θήκη]] από ανθεκτικό ύφασμα, κατάλληλη για την [[φύλαξη]] και την [[μεταφορά]] του ιματισμού και τών ατομικών ειδών τών ναυτικών και τών στρατιωτών<br /><b>2.</b> [[κοντός]] [[επενδύτης]], [[σακάκι]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αρχιερατικό άμφιο που φτάνει [[μέχρι]] τα γόνατα και το οποίο έχει [[κοντά]] και πλατιά [[μανίκια]]<br /><b>4.</b> <b>(αλιευτ.)</b> το τελευταίο κλειστό [[τμήμα]] αλιευτικού δικτύου τράτας, το οποίο έχει τις μικρότερες οπές και [[μέσα]] στο οποίο καταφεύγουν και συλλαμβάνονται τα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιτύλιγμα]] από [[καραβόπανο]] για τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου, [[έλυτρο]]<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[περιεχόμενο]] ενός σακιού, ό,τι περιέχεται [[μέσα]] στην [[παραπάνω]] [[θήκη]] («[[δέκα]] σάκοι [[καφέ]]»)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> φαρδύ γυναικείο [[ένδυμα]], [[φόρεμα]] σε [[ίσια]] [[γραμμή]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ταχυδρομικός]] [[σάκος]]» — [[σάκος]] χρησιμοποιούμενος για την [[μεταφορά]] επιστολών και ταχυδρομικών δεμάτων β) «[[χειρουργικός]] [[σάκος]]» — ειδική [[θήκη]], χρησιμοποιούμενη [[κυρίως]] στον στρατό, η οποία περιέχει διάφορα φάρμακα, επιδέσμους και εργαλεία απαραίτητα για την [[παροχή]] τών πρώτων βοηθειών γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια βάζει [ή παίρνει] ο [[σάκος]]» — λέγεται ως [[απειλή]] σε κάποιον για να συνετιστεί<br />β) «[[κηλικός]] [[σάκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> ορογόνο [[περίβλημα]], αποτελούμενο από [[περιτόναιο]], που περιβάλλει το [[περιεχόμενο]] κήλης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[επενδύτης]] τών πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως [[κατά]] την [[διάρκεια]] τών μεγάλων μόνον εορτών, δηλ. του [[Πάσχα]], της Πεντηκοστής και τών Χριστουγέννων, το οποίο αργότερα έγινε το διακριτικό τους άμφιο, ενώ [[κατά]] τον 11ο αιώνα παρόμοιο επενδύτη φορούσαν διακεκριμένοι μητροπολίτες και από την [[εποχή]] της τουρκοκρατίας τον χρησιμοποίησαν όλοι οι επίσκοποι αντικαθιστώντας με αυτόν το [[πολυσταύριο]] ή το φελάνιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[κόσκινο]], [[στραγγιστήρι]], [[σουρωτήρι]], [[ιδίως]] για το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> τραχύ [[ένδυμα]] το οποίο φορούσαν οι Ιουδαίοι όταν πενθούσαν<br /><b>3.</b> [[είδος]] μέτρου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) [[μακριά]] τραχιά [[γενειάδα]] σαν τρίχινο ύφασμα («σάκον πρὸς ταῑν γνάθοιν ἔχειν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής, πιθ. φοινικικής, προέλευσης (<b>πρβλ.</b> ακκαδικό <i>šaqqu</i>, εβρ. <i>šaq</i>). Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[άποψη]] ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή με ευρεία [[διάδοση]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>saccus</i>) και στην [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ., γαλλ., ρουμ. <i>sac</i>, γερμ. <i>Sack</i> <b>κ.ά.</b>)].<br /> <b>(II)</b><br />-ους και -εος και ιων. τ. γεν. σάκευς, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] κοίλης ασπίδας η οποία πολλές φορές χρησίμευε και ως [[αγγείο]] υποδοχής υγρού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπεράσπιση]], [[προστασία]] («[[βωμός]], ἄρρηκτον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ. για την [[ασπίδα]], η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>twakos</i> «[[δέρμα]]» (το συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>tw</i>- έδωσε στην Ελληνική <i>σ</i>-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>tvac</i>- «[[δέρμα]]» και με το χεττιτικό <i>tuekka</i>- «[[σώμα]]» (με φωνηεντισμό -<i>ε</i>-, ο [[οποίος]] αποτελεί πιθ. την αρχική [[μορφή]] φωνηεντισμού της λ.). Η λ. [[σάκος]] χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την [[μεγάλη]] μυκηναϊκή [[ασπίδα]], που προστάτευε [[ολόκληρο]] το [[σώμα]] του πολεμιστή, όπως λ.χ. για την [[ασπίδα]] του Αχιλλέως ή του Αίαντος, και διακρινόταν από την λ. [[ἀσπίς]], η οποία, όμως, τήν αντικατέστησε αρκετά [[νωρίς]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[σάκκος]], ΝΜΑ, και αττ. τ. [[σάκος]] Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή [[δέρμα]] ή από [[άλλο]] υλικό [[σήμερα]], ανοιχτή στο [[επάνω]] [[μέρος]], που χρησιμοποιείται για την [[τοποθέτηση]], [[φύλαξη]] και [[μεταφορά]] διαφόρων [[χύμα]] πραγμάτων, [[σακί]], [[τσουβάλι]] (α. «[[χάρτινος]] [[σάκος]]» β. «σάκκους τε ἐπ<br />ἁμαξέων εὕρισκον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) χοντρό τρίχινο ύφασμα και, [[κυρίως]], ύφασμα από [[τρίχα]] κατσίκας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ναυτ.-στρ.) κυλινδρική [[θήκη]] από ανθεκτικό ύφασμα, κατάλληλη για την [[φύλαξη]] και την [[μεταφορά]] του ιματισμού και τών ατομικών ειδών τών ναυτικών και τών στρατιωτών<br /><b>2.</b> [[κοντός]] [[επενδύτης]], [[σακάκι]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αρχιερατικό άμφιο που φτάνει [[μέχρι]] τα γόνατα και το οποίο έχει [[κοντά]] και πλατιά [[μανίκια]]<br /><b>4.</b> <b>(αλιευτ.)</b> το τελευταίο κλειστό [[τμήμα]] αλιευτικού δικτύου τράτας, το οποίο έχει τις μικρότερες οπές και [[μέσα]] στο οποίο καταφεύγουν και συλλαμβάνονται τα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιτύλιγμα]] από [[καραβόπανο]] για τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου, [[έλυτρο]]<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[περιεχόμενο]] ενός σακιού, ό,τι περιέχεται [[μέσα]] στην [[παραπάνω]] [[θήκη]] («[[δέκα]] σάκοι [[καφέ]]»)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> φαρδύ γυναικείο [[ένδυμα]], [[φόρεμα]] σε [[ίσια]] [[γραμμή]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ταχυδρομικός]] [[σάκος]]» — [[σάκος]] χρησιμοποιούμενος για την [[μεταφορά]] επιστολών και ταχυδρομικών δεμάτων β) «[[χειρουργικός]] [[σάκος]]» — ειδική [[θήκη]], χρησιμοποιούμενη [[κυρίως]] στον στρατό, η οποία περιέχει διάφορα φάρμακα, επιδέσμους και εργαλεία απαραίτητα για την [[παροχή]] τών πρώτων βοηθειών γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια βάζει [ή παίρνει] ο [[σάκος]]» — λέγεται ως [[απειλή]] σε κάποιον για να συνετιστεί<br />β) «[[κηλικός]] [[σάκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> ορογόνο [[περίβλημα]], αποτελούμενο από [[περιτόναιο]], που περιβάλλει το [[περιεχόμενο]] κήλης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[επενδύτης]] τών πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως [[κατά]] την [[διάρκεια]] τών μεγάλων μόνον εορτών, δηλ. του [[Πάσχα]], της Πεντηκοστής και τών Χριστουγέννων, το οποίο αργότερα έγινε το διακριτικό τους άμφιο, ενώ [[κατά]] τον 11ο αιώνα παρόμοιο επενδύτη φορούσαν διακεκριμένοι μητροπολίτες και από την [[εποχή]] της τουρκοκρατίας τον χρησιμοποίησαν όλοι οι επίσκοποι αντικαθιστώντας με αυτόν το [[πολυσταύριο]] ή το φελάνιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[κόσκινο]], [[στραγγιστήρι]], [[σουρωτήρι]], [[ιδίως]] για το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> τραχύ [[ένδυμα]] το οποίο φορούσαν οι Ιουδαίοι όταν πενθούσαν<br /><b>3.</b> [[είδος]] μέτρου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) [[μακριά]] τραχιά [[γενειάδα]] σαν τρίχινο ύφασμα («σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής, πιθ. φοινικικής, προέλευσης (<b>πρβλ.</b> ακκαδικό <i>šaqqu</i>, εβρ. <i>šaq</i>). Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[άποψη]] ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή με ευρεία [[διάδοση]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>saccus</i>) και στην [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ., γαλλ., ρουμ. <i>sac</i>, γερμ. <i>Sack</i> <b>κ.ά.</b>)].<br /> <b>(II)</b><br />-ους και -εος και ιων. τ. γεν. σάκευς, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] κοίλης ασπίδας η οποία πολλές φορές χρησίμευε και ως [[αγγείο]] υποδοχής υγρού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπεράσπιση]], [[προστασία]] («[[βωμός]], ἄρρηκτον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ. για την [[ασπίδα]], η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>twakos</i> «[[δέρμα]]» (το συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>tw</i>- έδωσε στην Ελληνική <i>σ</i>-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>tvac</i>- «[[δέρμα]]» και με το χεττιτικό <i>tuekka</i>- «[[σώμα]]» (με φωνηεντισμό -<i>ε</i>-, ο [[οποίος]] αποτελεί πιθ. την αρχική [[μορφή]] φωνηεντισμού της λ.). Η λ. [[σάκος]] χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την [[μεγάλη]] μυκηναϊκή [[ασπίδα]], που προστάτευε [[ολόκληρο]] το [[σώμα]] του πολεμιστή, όπως λ.χ. για την [[ασπίδα]] του Αχιλλέως ή του Αίαντος, και διακρινόταν από την λ. [[ἀσπίς]], η οποία, όμως, τήν αντικατέστησε αρκετά [[νωρίς]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[σάκος]]<br><b class="num">1)</b> ὁ (=[[σακούλι]]). Ἡ προέλευσή της εἶναι ἑβραϊκή. Ἴσως ἀπό τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.<br><b class="num">2)</b> -εος, τό (=ἀσπίδα ἀπό κλαδιά λυγαριᾶς). Ἔχει σχέση μέ τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
|mantxt=ἤ [[σάκος]]<br><b class="num">1</b> ὁ (=[[σακούλι]]). Ἡ προέλευσή της εἶναι ἑβραϊκή. Ἴσως ἀπό τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.<br><b class="num">2</b> -εος, τό (=ἀσπίδα ἀπό κλαδιά λυγαριᾶς). Ἔχει σχέση μέ τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}
{{trml
{{trml
Line 51: Line 51:
===[[shield]]===
===[[shield]]===
Adyghe: ашъо; Afar: gob; Afrikaans: skild; Albanian: mburojë, shqyt; Amharic: ጋሻ; Arabic: تُرْس‎, دِرْع‎; Hijazi Arabic: دِرع‎; Aramaic Classical Syriac: ܣܟܪܐ‎; Arapaho: heeceiʼ; Armenian: վահան; Assamese: ঢাল; Asturian: escudu; Azerbaijani: qalxan; Bambara: nɛgɛbɛnnan; Bashkir: ҡалҡан; Basque: ezkutu; Belarusian: шчыт; Bengali: ঢাল; Binukid: kalasag; Breton: skoed; Bulgarian: щит; Burmese: ကာ; Buryat: халха; Catalan: escut; Cebuano: kalasag; Chichewa: chishango; Chinese Cantonese: 盾; Hakka: 盾; Mandarin: 盾, 盾牌; Min Bei: 盾; Min Dong: 盾; Min Nan: 盾; Wu: 盾; Classical Nahuatl: chīmalli; Coptic: ϣⲉⲃϣⲓ, ⲑⲩⲣⲱⲛ; Cornish: skoos; Czech: štít; Dakota: waháchąka; Danish: skjold; Dutch: [[schild]]; Dyirbal: bigan; Eastern Arrernte: alkwerte; Erzya: ваксар; Esperanto: ŝildo; Estonian: kilp; Faroese: skjøldur; Finnish: kilpi; French: [[bouclier]], [[écu]]; Friulian: scût; Galician: escudo; Georgian: ფარი; German: [[Schild]]; Alemannic German: Schilt; Pennsylvania German: Schild; Gothic: 𐍃𐌺𐌹𐌻𐌳𐌿𐍃; Greek: [[ασπίδα]]; Ancient Greek: [[ἀσπίς]], [[σάκος]], [[θυρεός]], [[λαισήϊον]]; Hausa: garkuwa; Hebrew: מָגֵן‎; Higaonon: kalasag; Hindi: ढाल, कवच; Hungarian: pajzs; Hunsrik: Schild; Icelandic: skjöldur; Ido: shildo; Indonesian: tameng; Interlingua: scuto; Irish: sciath; Italian: [[scudo]]; Japanese: 盾; Kalmyk: халхц; Kannada: ಗುರಾಣಿ, ಡಾಲು; Karakalpak: qalqan; Kasem: cɩ-kwaŋa, tɔn-tɩʋ; Kazakh: қалқан; Khmer: ខែល; Korean: 방패(防牌)(旁牌); Kyrgyz: калкан; Lao: ແສງ, ໂລ່; Latgalian: škīda; Latin: [[scutum]], [[clipeus]], [[parma]]; Latvian: vairogs, šķīda; Limburgish: sjèldj, sjildj; Lindu: kaliawo; Lithuanian: skydas; Luganda: engabo Luxembourgish: Schëld; Macedonian: штит; Malagasy: ampinga; Malay: perisai; Malayalam: പരിച; Maltese: tarka; Manx: scape; Maori: kahupeka; Marathi: ढाल; Middle Persian: 𐭮𐭯𐭥‎, 𐫖𐫃𐫏𐫗‎; Mongolian Cyrillic: бамбай; Nahuatl Classical: chimal, chimalli; Highland Puebla: chi̱mal; Navajo: naagééh, áchʼą́ą́h neilyéii; Nepali: कवच; Ngazidja Comorian: mbinga; Ngunawal: bimbiang; Nhanda: wurnda; Nogai: калкан; Northern Norwegian Bokmål: skjold; Occitan: escut, bloquier; Old Church Slavonic Cyrillic: щитъ; Old East Slavic: щитъ; Old English: sċield; Old French: escut; Old Norse: skjǫldr; Old Occitan: escut; Omaha-Ponca: taháwagthe; Ossetian: уарт; Ottoman Turkish: قلقان‎, سپر‎, ترس‎, درقه‎; Pashto: سپر‎, ډال‎; Penobscot: an̈gȣ̑ian; Persian: سپر‎, مژن‎, مجن‎; Piedmontese: scu; Plautdietsch: Schilt; Polish: tarcza, szczyt; Portuguese: [[escudo]]; Rohingya: dhál; Romanian: scut, pavăză; Russian: [[щит]]; Sanskrit: कवच, ढाल; Scottish Gaelic: sgiath; Serbo-Croatian Cyrillic: шти̑т; Roman: štȋt; Shor: қуйақ; Sinhalese: පලිහ; Slovak: štít; Slovene: ščit; Sorbian Lower Sorbian: šćit; Upper Sorbian: škit; Southern Altai: калка кӧлгӧк; Spanish: [[escudo]]; Swahili: ngao; Swazi: lihawu; Swedish: sköld; Sylheti: ꠓꠣꠟ; Tabasaran: къалкан; Tagalog: kalasag; Tajik: сипар; Tamil: கேடயம்; Tatar: калкан; Telugu: డాలు; Tetum: kalili; Thai: โล่, เขน; Turkish: kalkan; Turkmen: galkan; Ugaritic: 𐎖𐎍𐎓; Ukrainian: щит; Urdu: ڈهال‎; Uyghur: قالقان‎; Uzbek: qalqon; Vietnamese: khiên, lá chắn; Volapük: platäd; Wajarri: gurnda; Welsh: tarian; Middle Welsh: taryan, ysgwyt; West Frisian: skyld; White Yiddish: שילד‎; Yucatec Maya: chimal
Adyghe: ашъо; Afar: gob; Afrikaans: skild; Albanian: mburojë, shqyt; Amharic: ጋሻ; Arabic: تُرْس‎, دِرْع‎; Hijazi Arabic: دِرع‎; Aramaic Classical Syriac: ܣܟܪܐ‎; Arapaho: heeceiʼ; Armenian: վահան; Assamese: ঢাল; Asturian: escudu; Azerbaijani: qalxan; Bambara: nɛgɛbɛnnan; Bashkir: ҡалҡан; Basque: ezkutu; Belarusian: шчыт; Bengali: ঢাল; Binukid: kalasag; Breton: skoed; Bulgarian: щит; Burmese: ကာ; Buryat: халха; Catalan: escut; Cebuano: kalasag; Chichewa: chishango; Chinese Cantonese: 盾; Hakka: 盾; Mandarin: 盾, 盾牌; Min Bei: 盾; Min Dong: 盾; Min Nan: 盾; Wu: 盾; Classical Nahuatl: chīmalli; Coptic: ϣⲉⲃϣⲓ, ⲑⲩⲣⲱⲛ; Cornish: skoos; Czech: štít; Dakota: waháchąka; Danish: skjold; Dutch: [[schild]]; Dyirbal: bigan; Eastern Arrernte: alkwerte; Erzya: ваксар; Esperanto: ŝildo; Estonian: kilp; Faroese: skjøldur; Finnish: kilpi; French: [[bouclier]], [[écu]]; Friulian: scût; Galician: escudo; Georgian: ფარი; German: [[Schild]]; Alemannic German: Schilt; Pennsylvania German: Schild; Gothic: 𐍃𐌺𐌹𐌻𐌳𐌿𐍃; Greek: [[ασπίδα]]; Ancient Greek: [[ἀσπίς]], [[σάκος]], [[θυρεός]], [[λαισήϊον]]; Hausa: garkuwa; Hebrew: מָגֵן‎; Higaonon: kalasag; Hindi: ढाल, कवच; Hungarian: pajzs; Hunsrik: Schild; Icelandic: skjöldur; Ido: shildo; Indonesian: tameng; Interlingua: scuto; Irish: sciath; Italian: [[scudo]]; Japanese: 盾; Kalmyk: халхц; Kannada: ಗುರಾಣಿ, ಡಾಲು; Karakalpak: qalqan; Kasem: cɩ-kwaŋa, tɔn-tɩʋ; Kazakh: қалқан; Khmer: ខែល; Korean: 방패(防牌)(旁牌); Kyrgyz: калкан; Lao: ແສງ, ໂລ່; Latgalian: škīda; Latin: [[scutum]], [[clipeus]], [[parma]]; Latvian: vairogs, šķīda; Limburgish: sjèldj, sjildj; Lindu: kaliawo; Lithuanian: skydas; Luganda: engabo Luxembourgish: Schëld; Macedonian: штит; Malagasy: ampinga; Malay: perisai; Malayalam: പരിച; Maltese: tarka; Manx: scape; Maori: kahupeka; Marathi: ढाल; Middle Persian: 𐭮𐭯𐭥‎, 𐫖𐫃𐫏𐫗‎; Mongolian Cyrillic: бамбай; Nahuatl Classical: chimal, chimalli; Highland Puebla: chi̱mal; Navajo: naagééh, áchʼą́ą́h neilyéii; Nepali: कवच; Ngazidja Comorian: mbinga; Ngunawal: bimbiang; Nhanda: wurnda; Nogai: калкан; Northern Norwegian Bokmål: skjold; Occitan: escut, bloquier; Old Church Slavonic Cyrillic: щитъ; Old East Slavic: щитъ; Old English: sċield; Old French: escut; Old Norse: skjǫldr; Old Occitan: escut; Omaha-Ponca: taháwagthe; Ossetian: уарт; Ottoman Turkish: قلقان‎, سپر‎, ترس‎, درقه‎; Pashto: سپر‎, ډال‎; Penobscot: an̈gȣ̑ian; Persian: سپر‎, مژن‎, مجن‎; Piedmontese: scu; Plautdietsch: Schilt; Polish: tarcza, szczyt; Portuguese: [[escudo]]; Rohingya: dhál; Romanian: scut, pavăză; Russian: [[щит]]; Sanskrit: कवच, ढाल; Scottish Gaelic: sgiath; Serbo-Croatian Cyrillic: шти̑т; Roman: štȋt; Shor: қуйақ; Sinhalese: පලිහ; Slovak: štít; Slovene: ščit; Sorbian Lower Sorbian: šćit; Upper Sorbian: škit; Southern Altai: калка кӧлгӧк; Spanish: [[escudo]]; Swahili: ngao; Swazi: lihawu; Swedish: sköld; Sylheti: ꠓꠣꠟ; Tabasaran: къалкан; Tagalog: kalasag; Tajik: сипар; Tamil: கேடயம்; Tatar: калкан; Telugu: డాలు; Tetum: kalili; Thai: โล่, เขน; Turkish: kalkan; Turkmen: galkan; Ugaritic: 𐎖𐎍𐎓; Ukrainian: щит; Urdu: ڈهال‎; Uyghur: قالقان‎; Uzbek: qalqon; Vietnamese: khiên, lá chắn; Volapük: platäd; Wajarri: gurnda; Welsh: tarian; Middle Welsh: taryan, ysgwyt; West Frisian: skyld; White Yiddish: שילד‎; Yucatec Maya: chimal
===[[strainer]]===
Bikol Central: sernian; Bulgarian: цедка; Catalan: colador; Chinese Dutch: filter, vergiet; Esperanto: kribrilo; Finnish: siivilä; French: [[filtre]]; Georgian: თუშფალანგი; German: [[Sieb]], [[Durchschlag]]; Greek: [[σουρωτήρι]], [[στραγγιστήρι]], [[τρυπητό]]; Ancient Greek: [[διέραμα]], [[διυλιστήρ]], [[ἠθάνιον]], [[ἠθμός]], [[ἡθμός]], [[κυρτίδιον]], [[κυρτίς]], [[κύρτος]], [[πλόκανον]], [[σάκκος]], [[σάκος]]; Icelandic: sigti; Irish: síothlán; Italian: [[colino]], [[colatoio]]; Japanese: 濾過器, ストレーナー; Latin: [[colum]]; Malayalam: അരിപ്പ; Mandarin: 濾器, 滤器, 過濾器, 过滤器, 網濾, 网滤, 笊籬; Maori: tātari; Occitan: filtre, colador, mancha; Persian: ماشوب‎; Plautdietsch: Säw; Polish: sito, cedzak; Portuguese: [[peneira]]; Romanian: strecurătoare; Russian: [[сито]], [[фильтр]], [[ситечко]], [[дуршлаг]]; Scottish Gaelic: sìoltachan; Serbo-Croatian: цедило, cedilo, цједило, cjedilo; Slovak: sito, cedidlo; Spanish: [[colador]], [[filtro]]; Swedish: sil, filter, durkslag, sikt; Tagalog: salaan; Turkish: süzgeç; Waray-Waray: saraan
}}
}}