Anonymous

φέκλη: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φέκλη''': ἡ, [[τρυγία]] οἴνου, Λατ. faecula, faex vini usta, τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν οἱ Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σελ. 355· φέρεται [[σφέκλη]] ἐν Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 137, Ἀλέξ. Τραλλ. 11, κλπ.
|lstext='''φέκλη''': ἡ, [[τρυγία]] οἴνου, Λατ. [[faecula]], [[faex vini usta]], τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν οἱ Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σελ. 355· φέρεται [[σφέκλη]] ἐν Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 137, Ἀλέξ. Τραλλ. 11, κλπ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ, και [[σφέκλη]] και [[φαίκλα]] Α<br />το [[κατακάθι]] του κρασιού και, [[κυρίως]], η καμμένη [[τρύγα]] («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>faecula</i> «[[τρύγα]], [[μούστος]]»].
|mltxt=ἡ, ΜΑ, και [[σφέκλη]] και [[φαίκλα]] Α<br />το [[κατακάθι]] του κρασιού και, [[κυρίως]], η καμμένη [[τρύγα]] («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. [[faecula]] «[[τρύγα]], [[μούστος]]»].
}}
}}