3,272,958
edits
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πλάττω, Ion. πλάσσω, poët. aor. ἔπλασσα en πλάσσα, vormen vormen, boetseren:; ἐκ γαίης... πλάσσε... παρθένῳ... ἴκελον (Hephaestus) vormde het evenbeeld van een meisje uit aarde Hes. Op. 70; π. καθάπερ ἐκ κηροῦ πόλιν als uit was een stad boetseren Plat. Lg. 746a; overdr..; ἑαυτόν π. zichzelf vormen Plat. Resp. 500d; πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῖς μύθοις πολὺ μᾶλλον hun ziel veeleer met mythen vormen Plat. Resp. 377c; in een vorm brengen:. τὸ στόμα π. de mond in een bepaalde positie brengen Plat. Crat. 414d. verzinnen:; λόγους verhalen Soph. Ai. 148; δόξω πλάσας λέγειν het zal lijken dat ik verzinsels vertel Hdt. 8.80.2; ook med..; πλάσασθαι ψεύδη leugens bedenken Xen. An. 2.6.26; προφάσεις πλάττονται zij verzinnen uitvluchten Dem. 19.215; med. een houding aannemen, zich een houding geven. Thuc. 6.58.1.<br />πλάττω zie πλάζω. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[δίνω]] σέ κάτι [[μορφή]], διαπλάθω). Δέν εἶναι βέβαιη ἡ ρίζα του. Ἴσως παράγεται ἀπό ρίζα πλαθ+j+ω = [[πλάττω]]. Ἴσως ἀκόμη ἀπό ρίζα πλατ- ([[πλατύς]]) ἤ ἀπό ρίζα πλακ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[πλάσις]] (=μόρφωση), [[κατάπλασις]], [[πλάσμα]] (=[[ὁμοίωμα]]), [[κατάπλασμα]], [[πρόπλασμα]], [[πλασματίας]] (=ψεύτικος), [[πλασματικός]], [[πλασμός]], [[μεταπλασμός]], [[πλαστέον]], [[πλάστης]], [[πλαστήριον]], [[πλαστικός]], [[πλαστός]], [[ἀδιάπλαστος]], [[εὔπλαστος]], [[καταπλαστός]], [[ἔμπλαστρον]], [[κοροπλάθος]] (=αὐτός πού φτιάχνει κοῦκλες), [[πηλοπλάθος]]. | |mantxt=(=[[δίνω]] σέ κάτι [[μορφή]], διαπλάθω). Δέν εἶναι βέβαιη ἡ ρίζα του. Ἴσως παράγεται ἀπό ρίζα πλαθ+j+ω = [[πλάττω]]. Ἴσως ἀκόμη ἀπό ρίζα πλατ- ([[πλατύς]]) ἤ ἀπό ρίζα πλακ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[πλάσις]] (=μόρφωση), [[κατάπλασις]], [[πλάσμα]] (=[[ὁμοίωμα]]), [[κατάπλασμα]], [[πρόπλασμα]], [[πλασματίας]] (=ψεύτικος), [[πλασματικός]], [[πλασμός]], [[μεταπλασμός]], [[πλαστέον]], [[πλάστης]], [[πλαστήριον]], [[πλαστικός]], [[πλαστός]], [[ἀδιάπλαστος]], [[εὔπλαστος]], [[καταπλαστός]], [[ἔμπλαστρον]], [[κοροπλάθος]] (=αὐτός πού φτιάχνει κοῦκλες), [[πηλοπλάθος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=att. = [[πλάσσω]]. | |||
}} | }} |