Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυλίνδω: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυλίνδω zie κυλινδέω.
|elnltext=κυλίνδω zie κυλινδέω.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠλίνδω:''' (οι χρόνοι σχηματίζονται από το [[κυλίω]]), αόρ. αʹ <i>ἐκύλῑσα</i> — Παθ., μέλ. <i>κυλισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκυλίσθην</i>, Επικ. <i>κυλ-</i>· παρακ. [[κεκύλισμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυλώ]], [[κυλώ]] κατά [[μήκος]] ή προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· μεταφ., [[πῆμα]] θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει, επικυλίει [[δυστυχία]] σε αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυλώ]] [[μακριά]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., κυλιέμαι, σε Όμηρ.· κουνιέμαι σαν [[πλοίο]] στη [[θάλασσα]], σε Πίνδ.· περιστρέφομαι σε τροχό, λέγεται για τον Ιξίονα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, κυλίνδεσθαι κατὰ [[κόπρον]], κυλιέμαι ή χώνομαι στη [[λάσπη]] (ως [[ένδειξη]] πένθους), σε Όμηρ.· [[γυρίζω]] εδώ και [[εκεί]], περιπλανιέμαι, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για χρόνο, [[κυλώ]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για λέξεις, μεταδίδομαι από άνθρωπο σε άνθρωπο, δηλ. είμαι [[περιλάλητος]], Λατ. jactari, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κῠλίνδω:''' (οι χρόνοι σχηματίζονται από το [[κυλίω]]), αόρ. αʹ <i>ἐκύλῑσα</i> — Παθ., μέλ. <i>κυλισθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκυλίσθην</i>, Επικ. <i>κυλ-</i>· παρακ. [[κεκύλισμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυλώ]], [[κυλώ]] κατά [[μήκος]] ή προς τα [[κάτω]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· μεταφ., [[πῆμα]] θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει, επικυλίει [[δυστυχία]] σε αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυλώ]] [[μακριά]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., κυλιέμαι, σε Όμηρ.· κουνιέμαι σαν [[πλοίο]] στη [[θάλασσα]], σε Πίνδ.· περιστρέφομαι σε τροχό, λέγεται για τον Ιξίονα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, κυλίνδεσθαι κατὰ [[κόπρον]], κυλιέμαι ή χώνομαι στη [[λάσπη]] (ως [[ένδειξη]] πένθους), σε Όμηρ.· [[γυρίζω]] εδώ και [[εκεί]], περιπλανιέμαι, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για χρόνο, [[κυλώ]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για λέξεις, μεταδίδομαι από άνθρωπο σε άνθρωπο, δηλ. είμαι [[περιλάλητος]], Λατ. jactari, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 45: Line 45:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[κυλίω]] (=κυλῶ, διαδίδομαι). Ἔχει σχέση μέ τις λέξεις [[κύκλος]], [[κίρκος]], [[κυλλός]] (=στραβοκάνης) κ.λπ. Εἶναι ἀκόμα συγγενικό μέ τό καλινδῶ καί καλινδοῦμαι.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κυλινδήθρα]], [[κυλίνδησις]], [[κύλινδρος]], [[κυλινδρικός]], [[κύλισις]], [[κύλισμα]], [[κυλιστός]], [[κυλιστικός]], [[κυλίστρα]].
|mantxt=ἤ [[κυλίω]] (=κυλῶ, διαδίδομαι). Ἔχει σχέση μέ τις λέξεις [[κύκλος]], [[κίρκος]], [[κυλλός]] (=στραβοκάνης) κ.λπ. Εἶναι ἀκόμα συγγενικό μέ τό καλινδῶ καί καλινδοῦμαι.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κυλινδήθρα]], [[κυλίνδησις]], [[κύλινδρος]], [[κυλινδρικός]], [[κύλισις]], [[κύλισμα]], [[κυλιστός]], [[κυλιστικός]], [[κυλίστρα]].
}}
{{pape
|ptext=att. auch [[κυλινδέω]] (s. [[oben]] und vgl. [[κυλίω]]), aor. pass. ἐκυλίσθην, <i>[[wälzen]], [[rollen]], [[rollend]] od. [[wälzend]] [[fortbewegen]]</i>; Hom. nur praes. und impf.; [[κῦμα]] κυλίνδει ὀστέα <i>Od</i>. 1.162, vgl. 14.315; [[Βορέης]] [[μέγα]] [[κῦμα]] κυλίνδων 5.296; [[οἶδμα]] κυλίνδει [[βυσσόθεν]] κελαινὰν θῖνα Soph. <i>Ant</i>. 586; auch [[πῆμα]] κυλίνδειν τινί, Einem [[Unglück]] <i>zuwälzen, Il</i>. 17.688; – pass., [[νῶϊν]] [[τόδε]] [[πῆμα]] κυλίνδεται 11.347, vgl. <i>Od</i>. 2.163, [[κῦμα]] κυλίνδεται <i>Il</i>. 11.307; – <i>sich [[wälzen]], [[fortrollen]]</i>, κυλίνδετο [[λᾶας]] <i>Od</i>. 11.598, vgl. <i>Il</i>. 13.142, 14.411, κυλίνδεσθαι κατὰ [[κόπρον]], <i>sich im Schmutze [[wälzen]]</i>, als [[Ausdruck]] der heftigsten [[Trauer]], 22.414, wie κυλίνδεσθαι [[allein]] <i>Od</i>. 4.541, 10.499; – κυλινδέσκοντο αἱ πέτραι Pind. <i>P</i>. 4.209; [[ἄνω]] κάτω κυλίνδοντ' ἐλπίδες <i>Ol</i>. 12.6; ἐν τροχῷ [[παντᾶ]] κυλινδόμενον <i>P</i>. 2.23; ἐκ τροχηλάτων δίφρων κυλισθείς, <i>[[herausgestürzt]]</i>, Soph. <i>El</i>. 50; νεφέλαι βροντῶσι κυλινδόμεναι Ar. <i>Nub</i>. 374: sp.D. – Allgemein, wie <i>[[versari]]</i>, ὥστε καὶ δὴ τοὔνομ' αὐτῆς ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται, <i>er treibt sich auf dem [[Markt]] [[herum]]</i>, Ar. <i>Vesp</i>. 492. – Adj. verb. [[κυλιστός]], s. s.v.
}}
}}