Anonymous

δινωτός: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [as if from [[δινόω]]<br />turned, [[rounded]], Hom.; νώροπι χαλκῷ δινωτήν [sc. ἀσπίδα] [[covered]] all [[round]] with [[brazen]] plates, Il.
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [as if from [[δινόω]]<br />turned, [[rounded]], Hom.; νώροπι χαλκῷ δινωτήν [sc. ἀσπίδα] [[covered]] all [[round]] with [[brazen]] plates, Il.
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], <i>[[gerundet]], [[rund]] [[gedrechselt]]</i>, [[überhaupt]] <i>wohl = [[zierlich]] [[gearbeitet]]</i>; [[Homer]] [[dreimal]]: <i>Il</i>. 13.407 ἀσπίδι πάντοσ' ἐΐσῃ, τὴν ἄρ' ὅ γε ῥινοῖσι [[βοῶν]] καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν φορέεσκε, [[δύω]] κανόνεσσ' ἀραρυῖαν, [[Apollon]]. <i>Lex.[[Homer]]</i>. p. 59.4 Δινωτήν· στρογγύλην; <i>Il</i>. 3.391 δινωτοῖσι λέχεσσιν, <i>Scholl. Aristonic</i>. ὅτι δεινωτὰ (es ist wohl [[unbedenklich]] δινωτά zu [[schreiben]]; Friedlaender δεινωτὰ) λέχη λέγει ἤτοι διὰ τὸ τετορνεῦσθαι τοὺς πόδς, ἢ διὰ τὴν ἔντασιν τῶν ἱμάντων· πρώτῃ γὰρ ἐχρῶντο τῇ διὰ τῶν ἱμάντων πλοκῇ, [[Apollon]]. <i>Lex.[[Homer]]</i>. p. 59.5 Δινωτοῖσι λεχέεσσι· στρογγύλοις, ἀπὸ τῆς τῶν κλινοπόδων περιφερείας; <i>Od</i>. 19.56 κλισίην, δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργαρῳ, vgl. [[oben]] (ἀσπίδα) ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινωτήν. – sp.D.; [[θρόνος]] Ap.Rh. 3.44.
}}
}}