Anonymous

ἐπιρρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (pape replacement)
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i> και Παθ. <i>-ρυήσομαι</i>· Παθ. αορ. βʹ επίσης με Ενεργ. [[σημασία]] [[ἐπερρύην]]·<br /><b class="num">1.</b> ρέω στην [[επιφάνεια]], [[επιπλέω]] στο πάνω [[μέρος]], όπως το [[λάδι]] πάνω στο [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισρέω]] [[επιπλέον]], χύνομαι [[εντός]], [[κυλώ]], ξεχύνομαι, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων, ξεχύνομαι ασταμάτητα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης, [[οὑπιρρέων]] [[χρόνος]], ο [[χρόνος]] που τρέχει, κυλά προς τα [[εμπρός]], δηλ. το [[μέλλον]], σε Αισχύλ.· <i>ὄλβου ἐπιρρυέντος</i>, εάν ο [[πλούτος]] εισρέει διαρκώς, αυξάνει, πολλαπλασιάζεται συνεχόμενα, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐπιρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i> και Παθ. <i>-ρυήσομαι</i>· Παθ. αορ. βʹ επίσης με Ενεργ. [[σημασία]] [[ἐπερρύην]]·<br /><b class="num">1.</b> ρέω στην [[επιφάνεια]], [[επιπλέω]] στο πάνω [[μέρος]], όπως το [[λάδι]] πάνω στο [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισρέω]] [[επιπλέον]], χύνομαι [[εντός]], [[κυλώ]], ξεχύνομαι, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων, ξεχύνομαι ασταμάτητα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης, [[οὑπιρρέων]] [[χρόνος]], ο [[χρόνος]] που τρέχει, κυλά προς τα [[εμπρός]], δηλ. το [[μέλλον]], σε Αισχύλ.· <i>ὄλβου ἐπιρρυέντος</i>, εάν ο [[πλούτος]] εισρέει διαρκώς, αυξάνει, πολλαπλασιάζεται συνεχόμενα, σε Ευρ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ρεύσομαι and in [[pass]]. [[form]] -ρυήσομαι aor2 [[pass]]. also in act. [[sense]] [[ἐπερρύην]]<br /><b class="num">1.</b> to [[flow]] [[upon]] the [[surface]], [[float]] a-top, like oil on [[water]], Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[flow]] in [[besides]], [[flow]] [[fresh]] and [[fresh]], Ar.:—metaph. of [[large]] bodies of men, to [[stream]] on and on, Il., Hdt.; also, [[οὑπιρρέων]] [[χρόνος]] [[onward]]-[[streaming]] [[time]], i. e. the [[future]], Aesch.; ὄλβου ἐπιρρυέντος if [[wealth]] flows on and on, increases [[continually]], Eur.
|mdlsjtxt=fut. -ρεύσομαι and in [[pass]]. [[form]] -ρυήσομαι aor2 [[pass]]. also in act. [[sense]] [[ἐπερρύην]]<br /><b class="num">1.</b> to [[flow]] [[upon]] the [[surface]], [[float]] a-top, like oil on [[water]], Il.<br /><b class="num">2.</b> to [[flow]] in [[besides]], [[flow]] [[fresh]] and [[fresh]], Ar.:—metaph. of [[large]] bodies of men, to [[stream]] on and on, Il., Hdt.; also, [[οὑπιρρέων]] [[χρόνος]] [[onward]]-[[streaming]] [[time]], i. e. the [[future]], Aesch.; ὄλβου ἐπιρρυέντος if [[wealth]] flows on and on, increases [[continually]], Eur.
}}
{{pape
|ptext=([[ῥέω]]), <i>[[darauf]], [[darüber]] hinfließen, [[überströmen]]</i>, ἀλλά τέ μιν [[καθύπερθεν]] ἐπιρρέει <i>Il</i>. 2.754; <i>[[zufließen]]</i>, οὐδὲν γίγνεται ἐπιρρεόντων τῶν ποταμῶν [[πλείων]] ἡ [[θάλασσα]] Ar. <i>Nub</i>. 1294; [[ἄνωθεν]] ἐπὶ τὰς ἀρούρας [[ὕδωρ]] ἐπιρρεῖ Plat. <i>Tim</i>. 22e; übertragen, τὰ δ' ἐπέρρεεν ἔθνεα πεζῶν, die [[Scharen]] <i>strömten herbei, Il</i>. 11.723, wie [[ὄχλος]] Γοργόνων Plat. <i>Phaedr</i>. 229d; [[οὑπιρρέων]] γὰρ τιμιώτερος [[χρόνος]] [[ἔσται]], <i>die [[herankommende]], [[zukünftige]] Zeit</i>, Aesch. <i>Eum</i>. 815; ὄλβου ἐπιρρυέντος Eur. <i>Med</i>. 1229; ἐπιρρεόντων τῶν Ἑλλήνων καὶ γιγνομένων πλεύνων Her. 9.38; ἐπιρρυείσης τῆς τροφῆς Plat. <i>Phaedr</i>. 251b, wie ἐπιρρεόντων ἀγαθῶν Xen. <i>Apol</i>. 27, <i>wenn es zufließt, [[zuströmt]]</i>.
}}
}}