Anonymous

νηστεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=δέν [[τρώω]]). Παρασύνθετο ἀπό τό νῆστις -ιος ἤ -ιδος→ νη (ἀρνητικό μόριο) + εδ τοῦ [[ἐσθίω]] (=[[τρώω]]) (ἀπό τό νή-εδ-τις).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νηστεία]], [[νήστευμα]], [[νηστευτέον]], [[νηστευτής]], νηστευτικός, [[νηστικός]]. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[ἐσθίω]].
|mantxt=(=δέν [[τρώω]]). Παρασύνθετο ἀπό τό νῆστις -ιος ἤ -ιδος→ νη (ἀρνητικό μόριο) + εδ τοῦ [[ἐσθίω]] (=[[τρώω]]) (ἀπό τό νή-εδ-τις).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νηστεία]], [[νήστευμα]], [[νηστευτέον]], [[νηστευτής]], νηστευτικός, [[νηστικός]]. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[ἐσθίω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[fasten]]</i>, Ar. <i>Av</i>. 1519, <i>Thesm</i>. 949 und Sp., wie Ath. VII.307f; – übertragen, <i>sich einer [[Sache]] [[enthalten]]</i>, νηστεύειν κακότητος, Empedocl. bei Plut. <i>cohib.ira</i> a.E.
}}
}}