Anonymous

εὐσταλής: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 33: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[καλά]] ἑτοιμασμένος, ἐλαφρά ὁπλισμένος, μέ [[ὡραία]] ἐμφάνιση). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[σταλῆναι]] τοῦ [[στέλλω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[καλά]] ἑτοιμασμένος, ἐλαφρά ὁπλισμένος, μέ [[ὡραία]] ἐμφάνιση). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[σταλῆναι]] τοῦ [[στέλλω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>wohl [[ausgerüstet]]</i>, [[zunächst]] von Schiffen, von der [[Flotte]], [[στόλος]] Aesch. <i>Pers</i>. 781; [[πλοῦς]] εὐστ. καὶ [[οὔριος]], [[leicht]], Soph. <i>Phil</i>. 769; von [[Soldaten]], εὐσταλέστατος ὁ [[ἱππεύς]] Xen. <i>Eq</i>. 7.8; bes. von leichtgerüsteten, Thuc. 3.22, der Schol. erkl. εὔζωνοι; Sp., wie Plut., εὐσταλῆ καὶ γυμνὰ σώματα <i>Crass</i>. 25; εὐσταλέστερος [[ὁπλισμός]], [[leichte]] [[Rüstung]], Dion.Hal. 7.59; εὐστ. τὸν ὄγκον, Plut. <i>Mar</i>. 34; übertragen, <i>[[gefällig]], [[anständig]]</i>, [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς [[ἀνήρ]], dem [[ὀγκώδης]] und [[ἐπαχθής]] entgeggstzt, Plat. <i>Men</i>. 90a; Luc. <i>Tim</i>. 54 τὸ [[σχῆμα]] εὐσταλὴς καὶ [[κόσμιος]] τὸ [[βάδισμα]] καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολήν, <i>auf einfachen [[Schmuck]] und [[anständige]] [[Haltung]] zu [[beziehen]]</i>, wie Diod. Com. bei Ath. VI.239c ποιήσας ἐμαυτὸν εὐσταλῆ, ὥστε μὴ ἐνοχλεῖν τὸν συμπότην; Plut. εὐσταλεῖς ἐποίησε ταῖς ἱερουργίαις καὶ περὶ τὰ πένθη πρᾳοτέρους, <i>Sol</i>. 12.<br><span class="ggns">• Adv.</span>, <i>ohne [[Umstände]], [[leicht]]</i>, καὶ [[κούφως]] ἐκτρέχειν Hdn. 4.15.3; <i>[[anständig]]</i>, ἀναβεβλημένοι Luc. <i>[[Hermot]]</i>. 18; vgl. Opp. <i>C</i>. 1.97.
}}
}}