Anonymous

εὐσταθής: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 33: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[σταθερός]]). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[ἵσταμαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[εὐσταθής]]: [[εὐστάθεια]], εὐσταθῶ, εὐσταθῶς.
|mantxt=(=[[σταθερός]]). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[ἵσταμαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[εὐσταθής]]: [[εὐστάθεια]], εὐσταθῶ, εὐσταθῶς.
}}
{{pape
|ptext=ές, ep. [[ἐϋσταθής]], <i>[[festgestellt]], [[festgegründet]]</i>; [[μέγαρον]] <i>Od</i>. 18.374; [[θάλαμος]] 23.178; [[einzeln]] bei sp.D., wie στάλικες Man. 4.338; ἀστέρες ἀπλανεῖς καὶ εὐσταθεῖς, von den Fixsternen, Luc. Dah. <i>[[beständig]]</i>, [[ζέφυρος]] Ap.Rh. 4.820. – Bei den Epikuräern, <i>[[wohlbehalten]], [[gesund]] am [[Leibe]] und [[heiter]], [[ruhig]] im Gemüte</i>, τὸ εὐσταθὲς σαρκὸς [[κατάστημα]] Plut. <i>Non [[Posse]]</i> 4; ὀξὺς ἅμα καὶ παρ' ἡλικίαν [[εὐσταθής]] Pompei. 4; τὸν βίον εὐσταθεῖς Ath. I.4d; Dion.Hal. <i>Dem</i>. 36 vrbdt εὐστ. καὶ βαρεῖα καὶ αὐστηρὰ καὶ [[φιλάρχαιος]] [[ἁρμονία]]. Vgl. Lobeck <i>Phryn</i>. 282.<br><span class="ggns">• Adv.</span>, Sp., wie DL. 7.182, διαλέγεσθαι εὐσταθῶς, sich <i>[[ruhig]]</i> unterreden, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἄρχεσθαι φιλονεικεῖν.
}}
}}