Anonymous

καταψύχω: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "down" to "down")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-ψύχω koelen, afkoelen:; κατεψυγμένοι γάρ εἰσιν (oude mensen) zijn namelijk afgekoeld Aristot. Rh. 1389b30; overdr. bekoelen:. κατέψυκτ o τὸ πρακτικόν zijn energie was bekoeld Plut. Pomp. 46.6. verdorren:. κατεψυγμένη een verdord (land) Plut. Pomp. 31.4.
|elnltext=κατα-ψύχω koelen, afkoelen:; κατεψυγμένοι γάρ εἰσιν (oude mensen) zijn namelijk afgekoeld Aristot. Rh. 1389b30; overdr. bekoelen:. κατέψυκτ o τὸ πρακτικόν zijn energie was bekoeld Plut. Pomp. 46.6. verdorren:. κατεψυγμένη een verdord (land) Plut. Pomp. 31.4.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταψύχω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ψυχραίνω]], [[καταψύχω]], [[παγώνω]], σε Αριστ. — Παθ., παρακ. <i>κατέψυγμαι</i>, αόρ. αʹ <i>κατεψύχθην</i> και βʹ κατεψύγην [ῠ]· καταψύχομαι, παγώνομαι, λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για [[χώρα]], είμαι [[κατάξηρος]] ή [[άνυδρος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταψύχω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ψυχραίνω]], [[καταψύχω]], [[παγώνω]], σε Αριστ. — Παθ., παρακ. <i>κατέψυγμαι</i>, αόρ. αʹ <i>κατεψύχθην</i> και βʹ κατεψύγην [ῠ]· καταψύχομαι, παγώνομαι, λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για [[χώρα]], είμαι [[κατάξηρος]] ή [[άνυδρος]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katayÚcw 卡他-普需何<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向下-涼爽 相當於: ([[שָׁעַן]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':冷靜下來,清涼,涼涼,使再新鮮;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ψύχω]])*=呼氣)組成<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 涼涼(1) 路16:24
|sngr='''原文音譯''':katayÚcw 卡他-普需何<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向下-涼爽 相當於: ([[שָׁעַן]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':冷靜下來,清涼,涼涼,使再新鮮;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ψύχω]])*=呼氣)組成<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 涼涼(1) 路16:24
}}
{{pape
|ptext=<i>[[erkalten]] [[lassen]], [[erkälten]], [[abkühlen]], [[erfrischen]]</i>; [[πᾶν]] καταψύχεται Plat. <i>Tim</i>. 84e; κατέψυκται Arist. <i>H.A</i>. 4.7; A., bes. Medic.; übertragen, κατέψυκται τὸ πρακτικόν Plut. <i>Pomp</i>. 46. – <i>[[Ausdörren]]</i>, [[χώρα]] [[ἄδενδρος]] καὶ κατεψυγμένη, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von χλοερὸς καὶ [[κατάσκιος]], Plut. <i>Pomp</i>. 31; DS. 1.7.
}}
}}