Anonymous

εὐεργετέω: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐεργετέω:''' παρατ. <i>εὐεργέτουν</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>εὐεργέτησα</i>, παρακ. <i>εὐεργέτηκα</i> — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>εὐεργετηθείς</i>, παρακ. <i>εὐεργέτημαι</i> ([[εὐεργέτης]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ενεργώ]] με καλούς σκοπούς, κάνω καλό, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[παρέχω]] καλές υπηρεσίες ή [[επιδεικνύω]] [[καλοσύνη]] σε κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>εὐεργεσίαν εὐεργ. τινά</i>, [[ευεργετώ]] κάποιον, σε Πλάτ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αποδέκτης]] ευεργεσίας, ευεργετούμαι, <i>εὐεργεσίαν εὐεργετηθείς</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''εὐεργετέω:''' παρατ. <i>εὐεργέτουν</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>εὐεργέτησα</i>, παρακ. <i>εὐεργέτηκα</i> — Παθ., μτχ. αορ. αʹ <i>εὐεργετηθείς</i>, παρακ. <i>εὐεργέτημαι</i> ([[εὐεργέτης]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ενεργώ]] με καλούς σκοπούς, κάνω καλό, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., [[παρέχω]] καλές υπηρεσίες ή [[επιδεικνύω]] [[καλοσύνη]] σε κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>εὐεργεσίαν εὐεργ. τινά</i>, [[ευεργετώ]] κάποιον, σε Πλάτ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[αποδέκτης]] ευεργεσίας, ευεργετούμαι, <i>εὐεργεσίαν εὐεργετηθείς</i>, στον ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 39: Line 39:
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=[[hacer el bien]] como acción de la divinidad c. ac. ἐξορκίζω σέ, ... κατὰ τοῦ κυριεύοντος τὴν ὅλην οἰκουμένην καὶ εὐεργετοῦντος τὰ πάντα <b class="b3">te conjuro por el que domina toda la tierra y por el que hace el bien en todo</b> P VII 839 abs. ἐλθέ <μοι>, κυρι' Ἑρμῆ, τῷ δεῖνα, εὐεργέτησον, ἀγαθοποιὲ τῆς οἰκουμένης <b class="b3">ven a mí, señor Hermes, a fulano, hazme el bien, benefactor de la tierra</b> P VIII 16  
|esmgtx=[[hacer el bien]] como acción de la divinidad c. ac. ἐξορκίζω σέ, ... κατὰ τοῦ κυριεύοντος τὴν ὅλην οἰκουμένην καὶ εὐεργετοῦντος τὰ πάντα <b class="b3">te conjuro por el que domina toda la tierra y por el que hace el bien en todo</b> P VII 839 abs. ἐλθέ <μοι>, κυρι' Ἑρμῆ, τῷ δεῖνα, εὐεργέτησον, ἀγαθοποιὲ τῆς οἰκουμένης <b class="b3">ven a mí, señor Hermes, a fulano, hazme el bien, benefactor de la tierra</b> P VIII 16  
}}
{{pape
|ptext=<i>ein [[εὐεργέτης]] sein, gut, [[recht]] [[handeln]]</i>, bes. <i>[[Wohltaten]] erzeigen</i>, absol., Soph. <i>Phil</i>. 666; gew. τινά, Aesch. <i>Eum</i>. 695; Eur. <i>I.A</i>. 1413, <i>Ion</i> 1540 und oft; Ar. <i>Plut</i>. 834; in [[Prosa]], z.B. Plat. <i>Crat</i>. 428a; ἕκαστον τὴν μεγίστην εὐεργεσίαν <i>Apol</i>. 36c; εἴ τινας εὐεργεσίας εὐεργετηκότες [[εἶεν]] <i>Rep</i>. X.615b; [[ὅ τι]] ἂν [[ἡμᾶς]] εὐεργετήσῃς I.345a; pass., εὐεργετούμενος ὑφ' ἡμῶν, der von uns [[Wohltaten]] [[erhalten]], Isae. 7.4; καί τι καὶ εὐεργέτηται ὑπ' [[ἐμοῦ]] Plat. <i>Crit</i>. 43a; [[ἄλλην]] εὐεργεσίαν τις εὐεργετηθείς <i>Gorg</i>. 520c; μείζονα εὐεργετημένος Xen. <i>Mem</i>. 2.2.3, <i>der [[größere]] [[Wohltaten]] [[empfangen]] hat</i>. Erst sehr Späte [[verbinden]] es mit dem dat. – Das [[Augment]] [[schwankt]], gew. aber ist εὐεργέτουν.
}}
}}