Anonymous

γλαυκώδης: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[γλαυκώδης]], -ες)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[χρώμα]] γλαυκό ή [[προς]] το γλαυκό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων» — πτηνά τα οποία ανήκουν στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με τη [[γλαύκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλαυξ]], με την αρχαία σημ. και <span style="color: red;"><</span> [[γλαυκός]], με τη νεοελλ. σημ.].
|mltxt=-ες (Α [[γλαυκώδης]], -ες)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[χρώμα]] γλαυκό ή [[προς]] το γλαυκό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων» — πτηνά τα οποία ανήκουν στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με τη [[γλαύκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλαυξ]], με την αρχαία σημ. και <span style="color: red;"><</span> [[γλαυκός]], με τη νεοελλ. σημ.].
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[eulenartig]]</i>, ὄρνιθες Arist. <i>H.A</i>. 2.12.
}}
}}