Anonymous

νυκτόβιος: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[νυχτόβιος]], -α, -ο (Α [[νυκτόβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που αναζητεί την [[τροφή]] του [[κατά]] τη [[νύχτα]] («νυκτόβιο [[είδος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ξενυχτά και γυρίζει [[σπίτι]] του τα χαράματα; Ξενύχτης<br /><b>αρχ.</b><br />[[νυκτίρεμβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>βιος</i>)].
|mltxt=και [[νυχτόβιος]], -α, -ο (Α [[νυκτόβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που αναζητεί την [[τροφή]] του [[κατά]] τη [[νύχτα]] («νυκτόβιο [[είδος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ξενυχτά και γυρίζει [[σπίτι]] του τα χαράματα; Ξενύχτης<br /><b>αρχ.</b><br />[[νυκτίρεμβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>βιος</i>)].
}}
{{pape
|ptext== [[νυκτερόβιος]], Procl. <i>paraphr. Ptolem</i>.
}}
}}