Anonymous

μονώνυχος: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο και [[μώνυχος]], -η, -ο (ΑΜ [[μονώνυχος]], -ον και [[μώνυχος]], -ον, Α και [[μώνυξ]], -υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και [[μονώνυξ]], -υχος, ὁ, ἡ)<br />(για ζώα) αυτός που έχει ένα [[νύχι]] ή μια [[χηλή]], [[μονόχηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυχος</i> / -<i>ωνυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], <i>ὄνυχος</i> «[[νύχι]]»). Οι τ. [[μώνυχος]] / [[μῶνυξ]] <span style="color: red;"><</span> [[μονώνυχος]] / [[μονώνυξ]] με [[απλολογία]]. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=-η, -ο και [[μώνυχος]], -η, -ο (ΑΜ [[μονώνυχος]], -ον και [[μώνυχος]], -ον, Α και [[μώνυξ]], -υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και [[μονώνυξ]], -υχος, ὁ, ἡ)<br />(για ζώα) αυτός που έχει ένα [[νύχι]] ή μια [[χηλή]], [[μονόχηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυχος</i> / -<i>ωνυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]], <i>ὄνυχος</i> «[[νύχι]]»). Οι τ. [[μώνυχος]] / [[μῶνυξ]] <span style="color: red;"><</span> [[μονώνυχος]] / [[μονώνυξ]] με [[απλολογία]]. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{pape
|ptext== [[μονῶνυξ]], <i>Geop</i>.
}}
}}