Anonymous

προσμιγνύω: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[προσμείγνυμι]] και [[προσμίγνυμι]] ΝΜΑ, και [[προσμειγνύω]] Ν, και ιων. τ. [[προσμίσγω]] Α μ(ε)ίγνυμι / μ(ε)ιγνύω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]] [[κάτι]] προσθέτοντας σ' αυτό και [[αλλά]] υλικά, [[αναμιγνύω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[νοθεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]] [[κάτι]] επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]], [[ενώνω]] («τὰ μακρὰ τείχη συνέπεισε καθεῖναι καὶ προσμείξαντας τῇ θαλάσσῃ τὴν πόλιν...», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] ή [[φτάνω]] [[κοντά]], [[σιμώνω]] («προσέμισγον πρὸς τὰς ἐπάλξεις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αγκυροβολώ]]<br /><b>5.</b> (για επιβάτες πλοίου) αποβιβάζομαι<br /><b>6.</b> [[έρχομαι]] [[αντιμέτωπος]], [[συγκρούομαι]] και, [[κυρίως]], [[μάχομαι]] εκ του [[συστάδην]]<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[έρχομαι]] σε [[επαφή]], [[συναναστρέφομαι]] κάποιον<br />β) [[επικοινωνώ]] («ψυχὴ ἀρετῇ θείᾳ προσμείξασα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συνδέω]] την [[τύχη]], την [[υπόσταση]] κάποιου με μια [[κατάσταση]]<br />β) [[προκαλώ]] μια, [[συνήθως]] δυσάρεστη, [[κατάσταση]] σε κάποιον («προσέμειξε... τὸν κίνδυνον ἀπαρασκεύῳ τῇ πόλει», Αισχίν.)<br />γ) [[προσαρμόζω]] [[κάτι]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]]<br />δ) (σχετικά με χρησμό) [[επαληθεύω]].
|mltxt=[[προσμείγνυμι]] και [[προσμίγνυμι]] ΝΜΑ, και [[προσμειγνύω]] Ν, και ιων. τ. [[προσμίσγω]] Α μ(ε)ίγνυμι / μ(ε)ιγνύω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]] [[κάτι]] προσθέτοντας σ' αυτό και [[αλλά]] υλικά, [[αναμιγνύω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[νοθεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]] [[κάτι]] επιπροσθέτως<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]], [[ενώνω]] («τὰ μακρὰ τείχη συνέπεισε καθεῖναι καὶ προσμείξαντας τῇ θαλάσσῃ τὴν πόλιν...», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] ή [[φτάνω]] [[κοντά]], [[σιμώνω]] («προσέμισγον πρὸς τὰς ἐπάλξεις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αγκυροβολώ]]<br /><b>5.</b> (για επιβάτες πλοίου) αποβιβάζομαι<br /><b>6.</b> [[έρχομαι]] [[αντιμέτωπος]], [[συγκρούομαι]] και, [[κυρίως]], [[μάχομαι]] εκ του [[συστάδην]]<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[έρχομαι]] σε [[επαφή]], [[συναναστρέφομαι]] κάποιον<br />β) [[επικοινωνώ]] («ψυχὴ ἀρετῇ θείᾳ προσμείξασα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συνδέω]] την [[τύχη]], την [[υπόσταση]] κάποιου με μια [[κατάσταση]]<br />β) [[προκαλώ]] μια, [[συνήθως]] δυσάρεστη, [[κατάσταση]] σε κάποιον («προσέμειξε... τὸν κίνδυνον ἀπαρασκεύῳ τῇ πόλει», Αισχίν.)<br />γ) [[προσαρμόζω]] [[κάτι]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]]<br />δ) (σχετικά με χρησμό) [[επαληθεύω]].
}}
{{pape
|ptext== [[προσμίγνυμι]].
}}
}}