Anonymous

κουρευτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κουρευτικός]], -ή, -όν) [[κουρευτής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κούρεμα]], αυτός με τον οποίο γίνεται το [[κούρεμα]] («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κουρευτικά</i><br />η [[αμοιβή]] του κουρέα, του κουρευτή<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κουρευτική [[μηχανή]]» <br />α) [[εργαλείο]] που χρησιμεύει για το [[κόψιμο]] τών μαλλιών τών ανθρώπων ή του τριχώματος τών ζώων<br />β) [[εργαλείο]] τών κηπουρών που χρησιμοποιείται για το [[κόψιμο]] του χλοοτάπητα, [[μικρογραφία]] θεριστικής μηχανής<br />γ) <b>(υφαντ.)</b> [[εργαλείο]] που χρησιμεύει στο [[κόψιμο]] τών μάλλινων υφασμάτων και μερικές φορές και τών βαμβακερών.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κουρευτικός]], -ή, -όν) [[κουρευτής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κούρεμα]], αυτός με τον οποίο γίνεται το [[κούρεμα]] («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κουρευτικά</i><br />η [[αμοιβή]] του κουρέα, του κουρευτή<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κουρευτική [[μηχανή]]» <br />α) [[εργαλείο]] που χρησιμεύει για το [[κόψιμο]] τών μαλλιών τών ανθρώπων ή του τριχώματος τών ζώων<br />β) [[εργαλείο]] τών κηπουρών που χρησιμοποιείται για το [[κόψιμο]] του χλοοτάπητα, [[μικρογραφία]] θεριστικής μηχανής<br />γ) <b>(υφαντ.)</b> [[εργαλείο]] που χρησιμεύει στο [[κόψιμο]] τών μάλλινων υφασμάτων και μερικές φορές και τών βαμβακερών.
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Barbier]] [[gehörig]], ihm [[eigen]]</i>, μαχαίρια, <i>[[Schermesser]]</i>, Sp.
}}
}}