Anonymous

καταρρήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-ρρήγνυμι act. en med., met acc. afbreken, vernielen:; τὴν γέφυραν de brug Hdt. 4.201.3; in stukken scheuren; ook med.:; κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας zij scheurden hun kleren aan flarden Hdt. 8.99.2; overdr.: laten losbreken:. δορὸς τροπὰς καταρρήγνυσι zij (ongehoorzaamheid) ontketent de vlucht van het leger Soph. Ant. 675. pass. intrans. (met perf. κατέρρωγα ) in stukken vallen:; Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη Egypte heeft donkere en brokkelige grond Hdt. 2.12.2; τὸ οἴκημα κατερράγη het gebouw stortte in Thuc. 4.115.3; neerstorten:. ( τὸ ὄμβριον ) καταρρήγνυται (het regenwater) stort naar beneden Hp. Aër. 8. losbarsten, uitbreken:; ἐκ δ’ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασιν uit mijn ogen breken stromen van tranen los Eur. Alc. 1068; ἄφνω βροντῆς μεγάλης καταρραγείσης toen er plots een hevige donderbui losbarstte Luc. 12.35; overdr. uitbreken:. ὁ πόλεμος κατερράγη de oorlog brak uit Aristoph. Eq. 644. geneesk. aan dissenterie lijden; ἡ κοιλίη καταρρήγνυται de buik loopt leeg (er is buikloop) Hp. VM 10.3; openbarsten (van gezwellen).
|elnltext=κατα-ρρήγνυμι act. en med., met acc. afbreken, vernielen:; τὴν γέφυραν de brug Hdt. 4.201.3; in stukken scheuren; ook med.:; κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας zij scheurden hun kleren aan flarden Hdt. 8.99.2; overdr.: laten losbreken:. δορὸς τροπὰς καταρρήγνυσι zij (ongehoorzaamheid) ontketent de vlucht van het leger Soph. Ant. 675. pass. intrans. (met perf. κατέρρωγα ) in stukken vallen:; Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη Egypte heeft donkere en brokkelige grond Hdt. 2.12.2; τὸ οἴκημα κατερράγη het gebouw stortte in Thuc. 4.115.3; neerstorten:. ( τὸ ὄμβριον ) καταρρήγνυται (het regenwater) stort naar beneden Hp. Aër. 8. losbarsten, uitbreken:; ἐκ δ’ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασιν uit mijn ogen breken stromen van tranen los Eur. Alc. 1068; ἄφνω βροντῆς μεγάλης καταρραγείσης toen er plots een hevige donderbui losbarstte Luc. 12.35; overdr. uitbreken:. ὁ πόλεμος κατερράγη de oorlog brak uit Aristoph. Eq. 644. geneesk. aan dissenterie lijden; ἡ κοιλίη καταρρήγνυται de buik loopt leeg (er is buikloop) Hp. VM 10.3; openbarsten (van gezwellen).
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταρρήγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταρρίπτω]] σπάζοντας, [[κατεδαφίζω]], <i>τὴν γέφυραν</i>, σε Ηρόδ. <i>μέλαθρα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεσχίζω]], [[κατακομματιάζω]], σε Δημ.· — Μέσ., <i>κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας</i>, έσκισαν τους μανδύες τους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αντ. Σοφ. 675 <i>τροπὰς καταρρήγνυσι</i> (ἡ [[ἀναρχία]]), διασπά στρατεύματα και τα τρέπει σε [[φυγή]].<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αόρ. βʹ κατερράγην [ᾰ], με Ενεργ. παρακ. <i>κατέρρωγα</i>· καταρρίπτομαι σχιζόμενος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] ή [[ορμώ]] προς τα [[κάτω]], [[ξεσπώ]], λέγεται για [[καταιγίδα]], στον ίδ.· λέγεται για δάκρυα, σε Ευρ.· μεταφ., ὁ [[πόλεμος]] κατερράγη, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι [[σπασμένος]] σε κομμάτια, [[Αἴγυπτος]] μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη, με μαύρο και κατασπαραγμένο [[έδαφος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταρρήγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καταρρίπτω]] σπάζοντας, [[κατεδαφίζω]], <i>τὴν γέφυραν</i>, σε Ηρόδ. <i>μέλαθρα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξεσχίζω]], [[κατακομματιάζω]], σε Δημ.· — Μέσ., <i>κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας</i>, έσκισαν τους μανδύες τους, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αντ. Σοφ. 675 <i>τροπὰς καταρρήγνυσι</i> (ἡ [[ἀναρχία]]), διασπά στρατεύματα και τα τρέπει σε [[φυγή]].<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αόρ. βʹ κατερράγην [ᾰ], με Ενεργ. παρακ. <i>κατέρρωγα</i>· καταρρίπτομαι σχιζόμενος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] ή [[ορμώ]] προς τα [[κάτω]], [[ξεσπώ]], λέγεται για [[καταιγίδα]], στον ίδ.· λέγεται για δάκρυα, σε Ευρ.· μεταφ., ὁ [[πόλεμος]] κατερράγη, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> είμαι [[σπασμένος]] σε κομμάτια, [[Αἴγυπτος]] μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη, με μαύρο και κατασπαραγμένο [[έδαφος]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 36:
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=[[romper]] un huevo τρήσας τὸ ὠὸν καὶ ἐνεὶς τὸ πτερὸν κατάρ<ρ>ηξον οὕτω ἐγχρισάμενος <b class="b3">perfora el huevo, introduce el ala y, después de ungirte, rómpelo</b> P IV 50  
|esmgtx=[[romper]] un huevo τρήσας τὸ ὠὸν καὶ ἐνεὶς τὸ πτερὸν κατάρ<ρ>ηξον οὕτω ἐγχρισάμενος <b class="b3">perfora el huevo, introduce el ala y, después de ungirte, rómpelo</b> P IV 50  
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ([[ῥήγνυμι]]), <i>[[herunterreißen]], [[zerbrechen]], [[niederwerfen]], [[zerstören]]</i>; καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ Eur. <i>Herc.Fur</i>. 864; καταρρηγνύμενοι κρημνοί Her. 7.23; οὐδὲ κατερρήγνυε τὰ παρασκευαζόμενα ἱμάτια Dem. 21.63, wie Luc. <i>Pisc</i>. 36; im med., <i>sich die [[Kleider]] [[zerreißen]]</i>, Her. 8.99; τοὺς πέπλους κατερρήξαντο Xen. <i>Cyr</i>. 3.1.13. – <i>[[Durchbrechen]], zum [[Ausbruch]] [[bringen]]</i>, ἡ [[ἀναρχία]] σὺν μάχῃ δορὸς τροπὰς καταρρήγνυσι Soph. <i>Ant</i>. 671, [[stürzt]] sie [[nieder]], so daß die [[Flucht]] zum [[Ausbruch]] kommt; Medic. τὴν γαστέρα, den verstopften Leib <i>durch [[Abführungsmittel]] [[öffnen]]</i>; aber καταρρήγνυσθαι τὰς γαστέρας ist = <i>an der [[Dysenterie]] [[leiden]]</i>, iid.; ἡ γαστὴρ κατερράγη Ael. <i>H.A</i>. 3.18; – πολλοὺς ἡμῶν κατέρρηξεν γέλωτας, <i>[[Lachen]] zum [[Ausbrechen]] [[bringen]], [[hervorrufen]]</i>, Ath. IV.130c.<br><b class="num">Pass</b>. mit perf. κατέρρωγα, <i>[[zerplatzen]], [[bersten]], (mit [[Geräusch]]) [[herabstürzen]], aus-, [[hervorbrechen]]</i>; Her. 3.111; χειμῶνα καταρραγῆναι, der [[Sturm]] [[brach]] aus, 1.87, wie DS. 17.94; καταρραγεὶς [[ὄμβρος]] Pol. 11.24.9; Sp. [[häufig]]; ähnl. ἐξ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασι Eur. <i>Alc</i>. 1071; ἄκρας κατερρωγυίας εἰς τὴν θάλασσαν Strab. V.223; – κατερράγη [[πόλεμος]], [[Krieg]] [[brach]] aus, Ar. <i>Eq</i>. 644; vgl. <i>Ach</i>. 528; Sp., z.B. Dion.Hal. 8.1; [[τηλικοῦτος]] [[κρότος]] κατερράγη Pol. 18.29.9, der auch κατερρήγνυτο [[πᾶς]] ὁ [[τόπος]] ὑπὸ τοῦ κρότου sagt, 15.32.9.<br>Bei den Ärzten vom [[Aufbrechen]] der [[Geschwüre]].
}}
}}