Anonymous

ἀναδοιδυκίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναδοιδῡκίζω''': [[ἀναταράσσω]], «ἀναδοιδυκίζει, ἀναταράττει, ἀπὸ τοῦ [[δοίδυξ]], δοίδυκος», Ἐτυμ. Μ. 96, 7, Ἡσύχ.
|lstext='''ἀναδοιδῡκίζω''': [[ἀναταράσσω]], «ἀναδοιδυκίζει, ἀναταράττει, ἀπὸ τοῦ [[δοίδυξ]], δοίδυκος», Ἐτυμ. Μ. 96, 7, Ἡσύχ.
}}
{{pape
|ptext== [[ἀναδοιδυκάζω]].
}}
}}