Anonymous

ἰσχιορρωγικός: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰσχιορρωγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει πάθει [[μετακίνηση]] τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(για στίχους) <b>φρ.</b> «ἰσχιορρωγικον [[μέτρον]]» — [[εξάμετρος]] [[στίχος]] με σπονδείους στη β', δ' και στ' [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχίον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ρώξ</i>, <i>ρωγ</i>-<i>ός</i> «[[ρωγμή]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ρήγνυμι]]) με διπλασιασμό του αρκτικού <i>ρ</i>- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰσχιορρωγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει πάθει [[μετακίνηση]] τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(για στίχους) <b>φρ.</b> «ἰσχιορρωγικον [[μέτρον]]» — [[εξάμετρος]] [[στίχος]] με σπονδείους στη β', δ' και στ' [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχίον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ρώξ</i>, <i>ρωγ</i>-<i>ός</i> «[[ρωγμή]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ρήγνυμι]]) με διπλασιασμό του αρκτικού <i>ρ</i>- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος].
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>[[lendenlahm]], [[hinkend]]</i>, eigtl. mit gebrochenem [[Hüftknochen]]; – [[στίχος]], <i>ein jambischer [[Vers]], der an einer der [[Stellen]], die [[sonst]] den [[Spondeus]] nicht [[dulden]], bes. in dem fünften Fuße, einen [[Spondeus]] hat</i> (vgl. [[χωλίαμβος]]), Gramm.
}}
}}