Anonymous

καταχρηστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταχρηστικός]], -ή, -όν) [[καταχρώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει [[κατάχρηση]]<br /><b>2.</b> (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που λέγεται ή γίνεται [[κατά]] [[παράβαση]] του κανόνα ή με [[υπέρβαση]] του αυστηρά ορθού, [[κακώς]] εφαρμοζόμενος ή χρησιμοποιούμενος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «καταχρηστικές δίφθογγοι» — οι δίφθογγοι <i>ᾳ</i>, <i>ῃ</i>, <i>ῳ</i><br />β) «καταχρηστικές προθέσεις» — οι προθέσεις [[ἄνευ]], [[ἄχρι]], [[μέχρι]], [[χωρίς]], [[ἕνεκα]] ή <i>ἕνεκεν</i>, [[πλήν]], <i>ὡς</i>, [[χάριν]], οι οποίες δεν απαντούν εν συνθέσει [[εκτός]] της [[πλήν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>μαθ.</b> «καταχρηστικό [[κλάσμα]]» — το [[κλάσμα]] του οποίου ο [[αριθμητής]] [[είναι]] μεγαλύτερος από τον παρονομαστή<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξυπηρετικός]], [[πρόθυμος]], [[χρήσιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταχρηστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α <i>καταχρηστικώς</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατά]] [[παράβαση]] του κανόνα, κατ' [[εξαίρεση]]<br /><b>μσν.</b><br />αφύσικα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεταφορικά, όχι κυριολεκτικά<br /><b>2.</b> ανακριβώς, αδοκίμως, [[κατά]] κακή [[χρήση]] της γλώσσας.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καταχρηστικός]], -ή, -όν) [[καταχρώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει [[κατάχρηση]]<br /><b>2.</b> (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που λέγεται ή γίνεται [[κατά]] [[παράβαση]] του κανόνα ή με [[υπέρβαση]] του αυστηρά ορθού, [[κακώς]] εφαρμοζόμενος ή χρησιμοποιούμενος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «καταχρηστικές δίφθογγοι» — οι δίφθογγοι <i>ᾳ</i>, <i>ῃ</i>, <i>ῳ</i><br />β) «καταχρηστικές προθέσεις» — οι προθέσεις [[ἄνευ]], [[ἄχρι]], [[μέχρι]], [[χωρίς]], [[ἕνεκα]] ή <i>ἕνεκεν</i>, [[πλήν]], <i>ὡς</i>, [[χάριν]], οι οποίες δεν απαντούν εν συνθέσει [[εκτός]] της [[πλήν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>μαθ.</b> «καταχρηστικό [[κλάσμα]]» — το [[κλάσμα]] του οποίου ο [[αριθμητής]] [[είναι]] μεγαλύτερος από τον παρονομαστή<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξυπηρετικός]], [[πρόθυμος]], [[χρήσιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καταχρηστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α <i>καταχρηστικώς</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατά]] [[παράβαση]] του κανόνα, κατ' [[εξαίρεση]]<br /><b>μσν.</b><br />αφύσικα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεταφορικά, όχι κυριολεκτικά<br /><b>2.</b> ανακριβώς, αδοκίμως, [[κατά]] κακή [[χρήση]] της γλώσσας.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>in [[uneigentlicher]] [[Bedeutung]] [[gebraucht]], [[uneigentlich]]</i>, oft bei Rhett. und Gramm.; auch im adv.; καταχρηστικώτερον <i>Schol. Pind. P</i>. 4.253.
}}
}}