Anonymous

περιττωματικός: Difference between revisions

From LSJ
m
pape replacement
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
m (pape replacement)
 
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[περιττωματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[περισσωματικός]], -ή, -όν, ΜΑ [[περίττωμα]], -ατος<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα<br /><b>αρχ.</b><br />(για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾶλλον», <b>Αριστοτ.</b><br />β. ([για τον χοίρο] «περισσωματικὸς καὶ παχὺς τήν [[σάρκα]]», Ιούλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιττωματικῶς</i> και <i>περισσωματικῶς</i> Α<br />ως [[περίττωμα]], ως [[έκκριση]].
|mltxt=-ή, -ό / [[περιττωματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[περισσωματικός]], -ή, -όν, ΜΑ [[περίττωμα]], -ατος<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα περιττώματα<br /><b>αρχ.</b><br />(για πρόσ. ή ζώο) αυτός που έχει ή εκκρίνει άφθονα περιττώματα (α. «αἱ γυναίκες περιττωματικαὶ μᾶλλον», <b>Αριστοτ.</b><br />β. ([για τον χοίρο] «περισσωματικὸς καὶ παχὺς τήν [[σάρκα]]», Ιούλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιττωματικῶς</i> και <i>περισσωματικῶς</i> Α<br />ως [[περίττωμα]], ως [[έκκριση]].
}}
{{pape
|ptext=att. = [[περισσωματικός]].
}}
}}