Anonymous

συγκεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> "
m (Text replacement - "down" to "down")
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0967.png Seite 967]] u. συγκεραννύω (s. [[κεράννυμι]]) zusammenmischen, verbinden, vereinigen, λύπῃ τὴν ἡδονήν, Plat. Phil. 50 a, u. öfter; Ggstz διακρίνειν, Partm. 129 e; ὥς μοι τὰ μὲν παλαιὰ συγκεκραμένα ἄλγη δύσοιστα, Aesch. Ch. 733, wie Soph. δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ, Ant. 1295, u. Τέκμησσαν οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένην, Ai. 879; vgl. Trach. 659 u. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, Ar. Plut. 853, mit einem Geschicke, Unglücke, unzertrennlich verbunden sein; συγκεράσασθαι φιλίαν, Freundschaft schließen, [[πρός]] τινα, mit Einem, Her. 7, 151; vgl. Pors. Eur. Med. 138; auch pass., φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν, Her. 4, 152; ξυγκραθέν, Thuc. 6, 18; ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο [[ὥστε]] οἰκείως διακεῖσθαι, Xen. Cyr. 1, 4, 1; Plat. hat neben συνεκεράσθη, Legg. X, 889 c Phil. 46 c, [[ὅταν]] συγκραθῇ, Tim. 68 c, u. συγκραθεῖσα, 37 a; adj. verb. [[συγκρατέον]], Phil. 62 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0967.png Seite 967]] u. συγκεραννύω (s. [[κεράννυμι]]) zusammenmischen, verbinden, vereinigen, λύπῃ τὴν ἡδονήν, Plat. Phil. 50 a, u. öfter; <span class="ggns">Gegensatz</span> διακρίνειν, Partm. 129 e; ὥς μοι τὰ μὲν παλαιὰ συγκεκραμένα ἄλγη δύσοιστα, Aesch. Ch. 733, wie Soph. δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ, Ant. 1295, u. Τέκμησσαν οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένην, Ai. 879; vgl. Trach. 659 u. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, Ar. Plut. 853, mit einem Geschicke, Unglücke, unzertrennlich verbunden sein; συγκεράσασθαι φιλίαν, Freundschaft schließen, [[πρός]] τινα, mit Einem, Her. 7, 151; vgl. Pors. Eur. Med. 138; auch pass., φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν, Her. 4, 152; ξυγκραθέν, Thuc. 6, 18; ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο [[ὥστε]] οἰκείως διακεῖσθαι, Xen. Cyr. 1, 4, 1; Plat. hat neben συνεκεράσθη, Legg. X, 889 c Phil. 46 c, [[ὅταν]] συγκραθῇ, Tim. 68 c, u. συγκραθεῖσα, 37 a; adj. verb. [[συγκρατέον]], Phil. 62 b.
}}
}}
{{bailly
{{bailly