Anonymous

σάκος: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  25 November 2022
m
Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σάκος:''' <b class="num">II</b> (ᾰ) ὁ атт. = [[σάκκος]].<br />εος, ион. ευς (ᾰ, у Hes. ᾱ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[щит]] (больших размеров) Hom., Hes., Aesch., Her.;<br /><b class="num">2)</b> [[защита]], [[прибежище]] (ἄρρηκτον σ. Aesch.).
|elrutext='''σάκος:''' <b class="num">II</b> (ᾰ) ὁ атт. = [[σάκκος]].<br />εος, ион. ευς (ᾰ, у Hes. ᾱ) τό<br /><b class="num">1</b> [[щит]] (больших размеров) Hom., Hes., Aesch., Her.;<br /><b class="num">2</b> [[защита]], [[прибежище]] (ἄρρηκτον σ. Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[σάκος]]<br><b class="num">1)</b> ὁ (=[[σακούλι]]). Ἡ προέλευσή της εἶναι ἑβραϊκή. Ἴσως ἀπό τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.<br><b class="num">2)</b> -εος, τό (=ἀσπίδα ἀπό κλαδιά λυγαριᾶς). Ἔχει σχέση μέ τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
|mantxt=ἤ [[σάκος]]<br><b class="num">1</b> ὁ (=[[σακούλι]]). Ἡ προέλευσή της εἶναι ἑβραϊκή. Ἴσως ἀπό τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.<br><b class="num">2</b> -εος, τό (=ἀσπίδα ἀπό κλαδιά λυγαριᾶς). Ἔχει σχέση μέ τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}
{{trml
{{trml