Anonymous

μελάναιγις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melanaigis
|Transliteration C=melanaigis
|Beta Code=mela/naigis
|Beta Code=mela/naigis
|Definition=ιδος, ὁ and ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with dark aegis]], [[epithet]] of Erinys, <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span>699</span> (lyr.); of Dionysus at Athens, <span class="bibl">Paus.2.35.1</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>146</span>.—On the accent v. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.85</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [<b class="b3">οἶνος] μ</b>. [[dark red]] wine, Plu.2.692f.</span>
|Definition=ιδος, ὁ and ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[with dark aegis]], [[epithet]] of Erinys, A. ''Th.''699 (lyr.); of Dionysus at Athens, Paus.2.35.1, Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''146.—On the accent v. Hdn.Gr.1.85.<br><span class="bld">II</span> [οἶνος] μ. [[dark red]] wine, Plu.2.692f.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελάναιγις]], -ιδος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για τις Ερινύες ή ως [[επίκληση]] του Διονύσου στον αρχαίο δήμο Μελαινών της Αττικής και στην Ερμιόνη) αυτός που κρατά μαύρη [[ασπίδα]], κατασκευασμένη από [[δέρμα]] μαύρης γίδας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μελάναιγις]] [[οἶνος]]» ή, [[απλώς]], «[[μελάναιγις]]» — [[οίνος]] με βαθύ ερυθρό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[αἰγίς]], -[[ίδος]] «[[ασπίδα]]» ([[πρβλ]]. [[πολέμαιγις]], [[χρύσαιγις]])].
|mltxt=[[μελάναιγις]], -ιδος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για τις Ερινύες ή ως [[επίκληση]] του Διονύσου στον αρχαίο δήμο Μελαινών της Αττικής και στην Ερμιόνη) αυτός που κρατά μαύρη [[ασπίδα]], κατασκευασμένη από [[δέρμα]] μαύρης γίδας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μελάναιγις]] [[οἶνος]]» ή, [[απλώς]], «[[μελάναιγις]]» — [[οίνος]] με βαθύ ερυθρό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[αἰγίς]], -ίδος «[[ασπίδα]]» ([[πρβλ]]. [[πολέμαιγις]], [[χρύσαιγις]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm