Anonymous

ζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[βάζω]] [[κάτω]] ἀπό τό ζυγό). Θέματα: α) ζευγ (ἰσχυρό) + [[πρόσφυμα]] νυ + μι → [[ζεύγνυμι]], β) ζυγ (ἀσθενές) ([[ἐζύγην]] παθ. ἀόρ.).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ζεῦγμα]], [[ζευγίτης]] (=αὐτός πού μποροῦσε νά συντηρήσει [[ζεῦγος]] βοδιῶν), [[ζεύγλη]] (=τό καμπύλο [[μέρος]] τοῦ ζυγοῦ, ὅπου μπαίνει ὁ [[τράχηλος]] τοῦ ζώου), [[ζευγηλάτης]], [[ζεῦγος]], [[ζευκτός]] (=ζεμένος), [[ζεῦξις]] (=ζέψιμο), [[σύζευξις]], [[διάζευξις]], [[ζεύκτης]], [[ζευκτήρ]], [[ζευκτικός]], [[διαζευκτικός]], [[ζευκτήριος]], [[ζυγός]], [[ζύγιος]], [[σύζυγος]], [[ὁμόζυγος]], ζυγομαχῶ (=[[ἀγωνίζομαι]]), ζυγοστατῶ (=[[ζυγίζω]]), ζυγῶ, [[ζυγωτός]], [[ζύγωμα]], [[ζύγωσις]], [[ὑποζύγιον]].
|mantxt=(=[[βάζω]] [[κάτω]] ἀπό τό ζυγό). Θέματα: α) ζευγ (ἰσχυρό) + [[πρόσφυμα]] νυ + μι → [[ζεύγνυμι]], β) ζυγ (ἀσθενές) ([[ἐζύγην]] παθ. ἀόρ.).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ζεῦγμα]], [[ζευγίτης]] (=αὐτός πού μποροῦσε νά συντηρήσει [[ζεῦγος]] βοδιῶν), [[ζεύγλη]] (=τό καμπύλο [[μέρος]] τοῦ ζυγοῦ, ὅπου μπαίνει ὁ [[τράχηλος]] τοῦ ζώου), [[ζευγηλάτης]], [[ζεῦγος]], [[ζευκτός]] (=[[ζεμένος]]), [[ζεῦξις]] (=[[ζέψιμο]]), [[σύζευξις]], [[διάζευξις]], [[ζεύκτης]], [[ζευκτήρ]], [[ζευκτικός]], [[διαζευκτικός]], [[ζευκτήριος]], [[ζυγός]], [[ζύγιος]], [[σύζυγος]], [[ὁμόζυγος]], ζυγομαχῶ (=[[ἀγωνίζομαι]]), ζυγοστατῶ (=[[ζυγίζω]]), ζυγῶ, [[ζυγωτός]], [[ζύγωμα]], [[ζύγωσις]], [[ὑποζύγιον]].
}}
}}