Anonymous

βρίθω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=εἶμαι [[βαρύς]], εἶμαι γεμάτος). Ἀπό ρίζα βρε- (πού δηλώνει κάτι δυνατό καί μεγάλο) + θ + ω → [[βρίθω]]. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: [[βριαρός]] (=[[δυνατός]]), [[Βριάρεως]] (=γίγαντας μέ ἑκατό χέρια), [[βριαρότης]] (=δύναμη), [[βριάω]] (=κάνω κάποιον δυνατό), [[βρῖθος]] (=[[βάρος]]), [[βριθύς]] (=[[βαρύς]]), [[ἐμβριθής]], [[ἐμβρίθεια]], [[ὄβριμος]] (=[[δυνατός]]), ἡ [[ὀβριμοπάτρη]] (=[[κόρη]] ἰσχυροῦ πατέρα).
|mantxt=(=εἶμαι [[βαρύς]], εἶμαι γεμάτος). Ἀπό ρίζα βρε- (πού δηλώνει κάτι δυνατό καί μεγάλο) + θ + ω → [[βρίθω]]. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: [[βριαρός]] (=[[δυνατός]]), [[Βριάρεως]] (=γίγαντας μέ ἑκατό χέρια), [[βριαρότης]] (=[[δύναμη]]), [[βριάω]] (=κάνω κάποιον δυνατό), [[βρῖθος]] (=[[βάρος]]), [[βριθύς]] (=[[βαρύς]]), [[ἐμβριθής]], [[ἐμβρίθεια]], [[ὄβριμος]] (=[[δυνατός]]), ἡ [[ὀβριμοπάτρη]] (=[[κόρη]] ἰσχυροῦ πατέρα).
}}
}}