Anonymous

δαμάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+), ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1, ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί [[δαμάζω]] (=[[τιθασεύω]], ἡμερώνω, [[ὑποτάσσω]]). Ἀπό ρίζα δαμ. Θέμα δαμάδ + jω → [[δαμάζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ὁ [[δαμάλης]] (=μοσχαράκι), ἡ [[δάμαλις]], ἡ [[δάμαρ]] (=[[σύζυγος]]), [[πανδαμάτωρ]] (=πού δαμάζει τά πάντα), [[δάμασις]], [[δαμασμός]], [[δαμαστής]], [[δαμαστέος]], [[ἀδάμαστος]], ἡ [[δμῆσις]], [[δμητήρ]], [[δμωή]] (=δούλα ἀπό [[αἰχμαλωσία]]), ὁ [[δμώς]] (=[[δοῦλος]] [[αἰχμάλωτος]]), [[ἀδμής]] -ῆτος (=[[ἀδάμαστος]], ἀνύπαντρος), [[ἄδμητος]] (=[[ἀδάμαστος]]), Ἄδμητος, Ἱππόδαμος, Λαοδάμας.
|mantxt=καί [[δαμάζω]] (=[[τιθασεύω]], ἡμερώνω, [[ὑποτάσσω]]). Ἀπό ρίζα δαμ. Θέμα δαμάδ + jω → [[δαμάζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ὁ [[δαμάλης]] (=[[μοσχαράκι]]), ἡ [[δάμαλις]], ἡ [[δάμαρ]] (=[[σύζυγος]]), [[πανδαμάτωρ]] (=πού δαμάζει τά πάντα), [[δάμασις]], [[δαμασμός]], [[δαμαστής]], [[δαμαστέος]], [[ἀδάμαστος]], ἡ [[δμῆσις]], [[δμητήρ]], [[δμωή]] (=δούλα ἀπό [[αἰχμαλωσία]]), ὁ [[δμώς]] (=[[δοῦλος]] [[αἰχμάλωτος]]), [[ἀδμής]] -ῆτος (=[[ἀδάμαστος]], ἀνύπαντρος), [[ἄδμητος]] (=[[ἀδάμαστος]]), Ἄδμητος, Ἱππόδαμος, Λαοδάμας.
}}
}}