Anonymous

βούλομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 , $3, $4;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 62: Line 62:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἐπιθυμῶ). Ἀπό ρίζα βολ + [[πρόσφυμα]] ν → βολ-ν-ομαι, μέ ἀφομοίωση τοῦ ν σέ λ + βολ-λ-ομαι, μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο λ σέ ἕνα καί ἀντέκταση → [[βόλομαι]] → [[βούλομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[βουλή]], [[βούλησις]] (=θέληση), [[βούλημα]], [[βουλητός]], [[ἀβούλητος]], [[βουλητέος]], βουλητέον, [[βουληφόρος]] (=αὐτός πού συμβουλεύει), [[βουλεύω]], [[κακόβουλος]], [[κακοβουλία]].
|mantxt=(=[[ἐπιθυμῶ]]). Ἀπό ρίζα βολ + [[πρόσφυμα]] ν → βολ-ν-ομαι, μέ ἀφομοίωση τοῦ ν σέ λ + βολ-λ-ομαι, μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο λ σέ ἕνα καί ἀντέκταση → [[βόλομαι]] → [[βούλομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[βουλή]], [[βούλησις]] (=[[θέληση]]), [[βούλημα]], [[βουλητός]], [[ἀβούλητος]], [[βουλητέος]], βουλητέον, [[βουληφόρος]] (=αὐτός πού συμβουλεύει), [[βουλεύω]], [[κακόβουλος]], [[κακοβουλία]].
}}
}}