Anonymous

λέπω: Difference between revisions

From LSJ
40 bytes added ,  29 November 2022
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ξεφλουδίζω). Ἄγνωστη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα: [[λεπίς]] (=φλούδα), [[λέπος]] (=λέπι), [[λέπας]], τό (=ἀπόκρημνη [[πέτρα]]), [[λεπαῖος]], [[λεπίδιον]], [[λεπιδωτός]], [[λέπυρον]] (=τσόφλι), [[λεπρός]], [[λέπρα]], [[λεπτός]], [[λεβηρίς]] (=τό [[δέρμα]] τοῦ φιδιοῦ), [[λοπός]] (=φλούδα), [[λοπάω]] (=ξεφλουδίζομαι), [[λοπίζω]] (=ξεφλουδίζω), [[λοπίς]], [[λοπάς]] (=γαβάθα), [[λοβός]] (=[[φλοιός]] τῶν ὀσπρίων), [[λῶπος]] καί [[λώπη]] (=ροῦχο), [[λωπίζω]] (=ξεγυμνώνω), [[λώπιον]] (ὑποκ.), [[λωποδύτης]], λωποδυτῶ.
|mantxt=(=[[ξεφλουδίζω]]). Ἄγνωστη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα: [[λεπίς]] (=[[φλούδα]]), [[λέπος]] (=[[λέπι]]), [[λέπας]], τό (=ἀπόκρημνη [[πέτρα]]), [[λεπαῖος]], [[λεπίδιον]], [[λεπιδωτός]], [[λέπυρον]] (=[[τσόφλι]]), [[λεπρός]], [[λέπρα]], [[λεπτός]], [[λεβηρίς]] (=τό [[δέρμα]] τοῦ φιδιοῦ), [[λοπός]] (=[[φλούδα]]), [[λοπάω]] (=[[ξεφλουδίζομαι]]), [[λοπίζω]] (=[[ξεφλουδίζω]]), [[λοπίς]], [[λοπάς]] (=[[γαβάθα]]), [[λοβός]] (=[[φλοιός]] τῶν ὀσπρίων), [[λῶπος]] καί [[λώπη]] (=[[ροῦχο]]), [[λωπίζω]] (=[[ξεγυμνώνω]]), [[λώπιον]] (ὑποκ.), [[λωποδύτης]], λωποδυτῶ.
}}
}}