Anonymous

κυέω: Difference between revisions

From LSJ
28 bytes added ,  29 November 2022
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=εἶμαι [[ἔγκυος]]). Ἀπό ρίζα κυ-έω → κυῶ, πού εἶναι ἀρχαιότερο καί πιό ἀττικό τοῦ κύω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κύημα]] (=ἔμβρυο), [[κύησις]], [[κυητήριος]], [[κυητικός]], [[κυμάς]] -άδος, ἡ (=[[ἔγκυος]]), [[κύστις]] (=φούσκα), [[ἀποκύησις]], [[ἀποκύημα]] (=[[γέννημα]]), [[ἐγκύμων]], [[ἔγκυος]], καί ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά [[κυΐσκομαι]] (=[[γίνομαι]] [[ἔγκυος]]), κύω, [[κῦμα]], [[κύος]] (=ἔμβρυο), [[κύαρ]] -αρος, ὁ (=τρύπα), [[κύαθος]] (=ποτήρι), [[κύλιξ]] (=κρασοπότηρο), τά [[κύλα]] (=τά μῆλα τοῦ προσώπου), τό [[κύτος]] (=[[κοίλωμα]]), [[ἐπικυλίδες]] (=τά πάνω βλέφαρα), [[κοῖλος]], [[κοιλία]], [[καυλός]], [[κύτταρον]] (=[[κοίλωμα]]), [[κῦφος]], τό (=καμπούρα).
|mantxt=-ῶ (=εἶμαι [[ἔγκυος]]). Ἀπό ρίζα κυ-έω → κυῶ, πού εἶναι ἀρχαιότερο καί πιό ἀττικό τοῦ κύω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κύημα]] (=[[ἔμβρυο]]), [[κύησις]], [[κυητήριος]], [[κυητικός]], [[κυμάς]] -άδος, ἡ (=[[ἔγκυος]]), [[κύστις]] (=[[φούσκα]]), [[ἀποκύησις]], [[ἀποκύημα]] (=[[γέννημα]]), [[ἐγκύμων]], [[ἔγκυος]], καί ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά [[κυΐσκομαι]] (=[[γίνομαι]] [[ἔγκυος]]), κύω, [[κῦμα]], [[κύος]] (=[[ἔμβρυο]]), [[κύαρ]] -αρος, ὁ (=[[τρύπα]]), [[κύαθος]] (=[[ποτήρι]]), [[κύλιξ]] (=[[κρασοπότηρο]]), τά [[κύλα]] (=τά μῆλα τοῦ προσώπου), τό [[κύτος]] (=[[κοίλωμα]]), [[ἐπικυλίδες]] (=τά πάνω βλέφαρα), [[κοῖλος]], [[κοιλία]], [[καυλός]], [[κύτταρον]] (=[[κοίλωμα]]), [[κῦφος]], τό (=[[καμπούρα]]).
}}
}}