Anonymous

μάντις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-εως καί -ιος ὁ (=[[προφήτης]]). Ἀπό ρίζα μαν- τοῦ [[μαίνομαι]], γιατί οἱ μάντεις ἔλεγαν [[τούς]] χρησμούς ἐνῶ βρίσκονταν σέ κατάσταση θείας μανίας. Ἴσως νά [[ἔχει]] σχέση καί μέ τό [[ματεύω]] (=ἀναζητῶ). (Ὁ [[προφήτης]] ἦταν ὁ [[ἑρμηνευτής]] τῶν χρησμῶν τῶν μάντεων).<br><b>Παράγωγα:</b> [[μαντεύομαι]], [[μαντεία]], [[μαντεῖον]], [[μάντευμα]], [[μαντευτέον]], [[μαντευτής]], [[μαντευτικός]], [[μαντευτός]], [[μαντικός]].
|mantxt=-εως καί -ιος ὁ (=[[προφήτης]]). Ἀπό ρίζα μαν- τοῦ [[μαίνομαι]], γιατί οἱ μάντεις ἔλεγαν [[τούς]] χρησμούς ἐνῶ βρίσκονταν σέ κατάσταση θείας μανίας. Ἴσως νά [[ἔχει]] σχέση καί μέ τό [[ματεύω]] (=[[ἀναζητῶ]]). (Ὁ [[προφήτης]] ἦταν ὁ [[ἑρμηνευτής]] τῶν χρησμῶν τῶν μάντεων).<br><b>Παράγωγα:</b> [[μαντεύομαι]], [[μαντεία]], [[μαντεῖον]], [[μάντευμα]], [[μαντευτέον]], [[μαντευτής]], [[μαντευτικός]], [[μαντευτός]], [[μαντικός]].
}}
}}
{{elmes
{{elmes