Anonymous

μῆλον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 47: Line 47:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=<b class="num">1 </b>(=πρόβατο). Πιθανόν ὀνοματοποιημένη λέξη ἀπό τόν ἦχο τῶν προβάτων μεεε!<br><b>Παράγωγα:</b> [[μήλειος]] (=πρόβειος), [[μηλόβοτος]] (=[[χώρα]] μέ βοσκοτόπια), [[μηλοτρόφος]] (=πού τρέφει πρόβατα), [[μηλωτή]] (=[[δέρμα]] προβάτου).<br><b class="num">2</b> (=[[καρπός]] μηλιᾶς). Ἄγνωστη ἡ [[ἐτυμολογία]] του.<br><b>Παράγωγα:</b> [[μηλέα]], [[μήλειος]], [[Μηλιάδες]] (=νύμφες τῶν ὀπωροφόρων δέντρων), [[μήλινος]], [[μηλίτης]] (=κρασί ἀπό μῆλα), [[μηλοφόρος]], [[μηλόχρους]], [[μήλοψ]] (=μέ ὄψη μήλου, [[κίτρινος]]), [[μηλώδης]], [[μηλών]] -ῶνος.
|mantxt=<b class="num">1 </b>(=[[πρόβατο]]). Πιθανόν ὀνοματοποιημένη λέξη ἀπό τόν ἦχο τῶν προβάτων μεεε!<br><b>Παράγωγα:</b> [[μήλειος]] (=[[πρόβειος]]), [[μηλόβοτος]] (=[[χώρα]] μέ βοσκοτόπια), [[μηλοτρόφος]] (=πού τρέφει πρόβατα), [[μηλωτή]] (=[[δέρμα]] προβάτου).<br><b class="num">2</b> (=[[καρπός]] μηλιᾶς). Ἄγνωστη ἡ [[ἐτυμολογία]] του.<br><b>Παράγωγα:</b> [[μηλέα]], [[μήλειος]], [[Μηλιάδες]] (=νύμφες τῶν ὀπωροφόρων δέντρων), [[μήλινος]], [[μηλίτης]] (=κρασί ἀπό μῆλα), [[μηλοφόρος]], [[μηλόχρους]], [[μήλοψ]] (=μέ ὄψη μήλου, [[κίτρινος]]), [[μηλώδης]], [[μηλών]] -ῶνος.
}}
}}
{{elmes
{{elmes