3,274,216
edits
Line 53: | Line 53: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό ἀρχική ρίζα δαπροῆλθαν δυό θέματα: α) δω (ἰσχυρό) καί β) δο (ἀσθενές). Μέ ἐνεστ. ἀναδιπλ. δι + δω + μι → δί-δωμι.<br><b>Παράγωγα:</b> [[δῶρον]], [[δωρεά]], [[δώρημα]], [[δωρητός]], [[δωροδοκέω]], [[δωροφόρος]], [[δωσίδικος]] (=αὐτός πού παραδίνει τόν ἑαυτό του στό νόμο), [[δωσιδικία]], [[δωτήρ]], [[δωτίνη]] (=δῶρο), [[δόσις]] (καί συνθ. [[ἀντί]], [[κατά]], διά, [[μετά]], [[πρό]], ἀπό, [[ἐπί]], [[παρά]], ἔκ, ἀνταπό)δοσις, [[δοτέος]], [[δοτήρ]], [[δότης]], [[προδότης]], [[προδοσία]], αἱμοδότης, καταδότης, [[τροφοδότης]], [[φωτοδότης]], πληροφοριοδότης, [[ἐκδότης]], [[δοτικός]], ἐκδοτικός, [[ἀποδοτικός]], [[μεταδοτικός]], δοτέον, [[διαδοτέος]], [[δοτός]], [[παραδοτός]], [[ἔκδοτος]] (=πού παραδίδεται ἐξολοκλήρου σέ κάτι), [[ἀνέκδοτος]] (γιά [[κόρη]] πού δέν παντρεύτηκε), [[ἀνάδοτος]] (=πού δέν δίνεται πίσω), [[ἀνδράποδον]] < ἀνδραπόδοτον, [[πατροπαράδοτος]]. | |mantxt=Ἀπό ἀρχική ρίζα δαπροῆλθαν δυό θέματα: α) δω (ἰσχυρό) καί β) δο (ἀσθενές). Μέ ἐνεστ. ἀναδιπλ. δι + δω + μι → δί-δωμι.<br><b>Παράγωγα:</b> [[δῶρον]], [[δωρεά]], [[δώρημα]], [[δωρητός]], [[δωροδοκέω]], [[δωροφόρος]], [[δωσίδικος]] (=αὐτός πού παραδίνει τόν ἑαυτό του στό νόμο), [[δωσιδικία]], [[δωτήρ]], [[δωτίνη]] (=[[δῶρο]]), [[δόσις]] (καί συνθ. [[ἀντί]], [[κατά]], διά, [[μετά]], [[πρό]], ἀπό, [[ἐπί]], [[παρά]], ἔκ, ἀνταπό)δοσις, [[δοτέος]], [[δοτήρ]], [[δότης]], [[προδότης]], [[προδοσία]], αἱμοδότης, καταδότης, [[τροφοδότης]], [[φωτοδότης]], πληροφοριοδότης, [[ἐκδότης]], [[δοτικός]], ἐκδοτικός, [[ἀποδοτικός]], [[μεταδοτικός]], δοτέον, [[διαδοτέος]], [[δοτός]], [[παραδοτός]], [[ἔκδοτος]] (=πού παραδίδεται ἐξολοκλήρου σέ κάτι), [[ἀνέκδοτος]] (γιά [[κόρη]] πού δέν παντρεύτηκε), [[ἀνάδοτος]] (=πού δέν δίνεται πίσω), [[ἀνδράποδον]] < ἀνδραπόδοτον, [[πατροπαράδοτος]]. | ||
}} | }} |