Anonymous

μύζω: Difference between revisions

From LSJ
12 bytes added ,  29 November 2022
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=<b class="num">1 </b>(=κάνω τόν ἦχο, μύ μύ, μουρμουρίζω). Ἠχοποιημένη λέξη ἀπό τό μυμυπού εἶναι ὁ [[ἦχος]] πού βγαίνει μέ κλεισμένα τά χείλη.<br><b>Παράγωγα:</b> [[μυγμός]] (=μούγκρισμα), [[ἐπίμυκτος]], [[ἐπίμυξις]] (=[[στεναγμός]]), [[μυχθίζω]] (=φυσῶ μέ τή [[μύτη]] ἔχοντας κλεισμένα τά χείλια).<br><b class="num">2</b> (=ρουφῶ, βυζαίνω). Ἀπό τό [[μύδος]] (=[[ὑγρασία]], μούχλα) ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις [[μυδών]] (=σάπιο [[κρέας]]), [[μυδάω]] (=[[στάζω]]), [[μυδαλέος]] (=[[ὑγρός]]), [[μυδαίνω]] (=[[ὑγραίνω]]), [[μυζάω]] (=βυζαίνω), [[μύσος]] (=βρωμιά).
|mantxt=<b class="num">1 </b>(=κάνω τόν ἦχο, μύ μύ, μουρμουρίζω). Ἠχοποιημένη λέξη ἀπό τό μυμυπού εἶναι ὁ [[ἦχος]] πού βγαίνει μέ κλεισμένα τά χείλη.<br><b>Παράγωγα:</b> [[μυγμός]] (=[[μούγκρισμα]]), [[ἐπίμυκτος]], [[ἐπίμυξις]] (=[[στεναγμός]]), [[μυχθίζω]] (=φυσῶ μέ τή [[μύτη]] ἔχοντας κλεισμένα τά χείλια).<br><b class="num">2</b> (=ρουφῶ, βυζαίνω). Ἀπό τό [[μύδος]] (=[[ὑγρασία]], μούχλα) ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις [[μυδών]] (=σάπιο [[κρέας]]), [[μυδάω]] (=[[στάζω]]), [[μυδαλέος]] (=[[ὑγρός]]), [[μυδαίνω]] (=[[ὑγραίνω]]), [[μυζάω]] (=[[βυζαίνω]]), [[μύσος]] (=[[βρωμιά]]).
}}
}}