Anonymous

ξένος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);" to "$1 , $3, $4, $5;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 53: Line 53:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Πρωτότυπη λέξη (ξ-ενϝο-ς = [[ξένος]]). ἰων. [[τύπος]] [[ξεῖνος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ξενία]] (=[[φιλοξενία]]), [[ξενίζω]] (=φιλεύω), [[ξενικός]], [[ξένιος]], [[ξένισις]], [[ξένισμα]], [[ξενισμός]], [[ξενιστέον]], [[ξενιστής]], [[ξενών]], ξενιτεύομαι, [[ξενιτεία]], [[ξενόω]] (=φιλοξενῶ) καί μέσο ξενοῦμαι, [[ξένωσις]] (παράξενο), [[ἀποξένωσις]] καί τά σύνθετα: [[ξεναγός]], [[ξενηλασία]], [[ξενοδόχος]], [[ξενοδαΐκτης]], ου ([[δαΐζω]]), (=αὐτός πού σκοτώνει ξένους ἤ φιλοξενούμενους), [[ξενοδαίτης]], -ου (δαίςω, [[δαίς]]) (=αὐτός πού κατατρώει [[τούς]] ξένους).
|mantxt=Πρωτότυπη λέξη (ξ-ενϝο-ς = [[ξένος]]). ἰων. [[τύπος]] [[ξεῖνος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ξενία]] (=[[φιλοξενία]]), [[ξενίζω]] (=[[φιλεύω]]), [[ξενικός]], [[ξένιος]], [[ξένισις]], [[ξένισμα]], [[ξενισμός]], [[ξενιστέον]], [[ξενιστής]], [[ξενών]], ξενιτεύομαι, [[ξενιτεία]], [[ξενόω]] (=[[φιλοξενῶ]]) καί μέσο ξενοῦμαι, [[ξένωσις]] (παράξενο), [[ἀποξένωσις]] καί τά σύνθετα: [[ξεναγός]], [[ξενηλασία]], [[ξενοδόχος]], [[ξενοδαΐκτης]], ου ([[δαΐζω]]), (=αὐτός πού σκοτώνει ξένους ἤ φιλοξενούμενους), [[ξενοδαίτης]], -ου (δαίςω, [[δαίς]]) (=αὐτός πού κατατρώει [[τούς]] ξένους).
}}
}}
{{trml
{{trml