3,274,919
edits
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=<b class="num">1 </b>(=πηγαίνω). Συνώνυμο μέ τό [[νέομαι]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.<br><b class="num">2</b> (=κολυμπῶ, [[πλέω]]). Ἀπό ρίζα σνεϝ→ νεϝ→ νεϝ-ω (μέλλ. [[νεύσομαι]]) → [[νέω]]. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά [[νάω]] (=[[ρέω]]) καί [[νήχομαι]] (=κολυμπῶ). Λατ. nο.<br><b>Παράγωγα:</b> [[νεῦσις]] (=κολύμπι), [[νευστέον]], [[νευστήρ]] (=κολυμπητής), [[νευστικός]], [[νευστός]], [[νῆσος]] (=[[γῆ]] πού ἐπιπλέει, λατιν. [[insula]]), [[χερσόνησος]].<br><b class="num">3</b> (=[[κλώθω]]). Ἀπό [[θέμα]] νε- ἤ νη-. Συγγ. μέ τό [[νεῦρον]]. Ἀπό ἴδια ρίζα τά λατ. neo, [[netus]], [[necto]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[νῆμα]] (=κλωστή), [[νῆσις]] (=κλώσιμο), [[νηστικός]] (=κλωστικός), νηστική [[τέχνη]] (=κλωστική), [[νῆτρον]] (=ἀδράχτι), [[νητός]] (=κλωσμένος), [[νήθω]] (=γνέθω).<br><b class="num">4</b> (=[[συσσωρεύω]]). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό [[ναῦς]] ἤ μέ τό [[ναίω]] (=εἶμαι γεμάτος).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νῆσις]] (=ἐπισώρευση), [[νητός]] [[χρυσός]] (=συσσωρευμένο χρυσάφι). | |mantxt=<b class="num">1 </b>(=[[πηγαίνω]]). Συνώνυμο μέ τό [[νέομαι]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.<br><b class="num">2</b> (=κολυμπῶ, [[πλέω]]). Ἀπό ρίζα σνεϝ→ νεϝ→ νεϝ-ω (μέλλ. [[νεύσομαι]]) → [[νέω]]. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά [[νάω]] (=[[ρέω]]) καί [[νήχομαι]] (=[[κολυμπῶ]]). Λατ. nο.<br><b>Παράγωγα:</b> [[νεῦσις]] (=[[κολύμπι]]), [[νευστέον]], [[νευστήρ]] (=[[κολυμπητής]]), [[νευστικός]], [[νευστός]], [[νῆσος]] (=[[γῆ]] πού ἐπιπλέει, λατιν. [[insula]]), [[χερσόνησος]].<br><b class="num">3</b> (=[[κλώθω]]). Ἀπό [[θέμα]] νε- ἤ νη-. Συγγ. μέ τό [[νεῦρον]]. Ἀπό ἴδια ρίζα τά λατ. neo, [[netus]], [[necto]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[νῆμα]] (=[[κλωστή]]), [[νῆσις]] (=[[κλώσιμο]]), [[νηστικός]] (=[[κλωστικός]]), νηστική [[τέχνη]] (=[[κλωστική]]), [[νῆτρον]] (=[[ἀδράχτι]]), [[νητός]] (=[[κλωσμένος]]), [[νήθω]] (=[[γνέθω]]).<br><b class="num">4</b> (=[[συσσωρεύω]]). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό [[ναῦς]] ἤ μέ τό [[ναίω]] (=εἶμαι γεμάτος).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νῆσις]] (=[[ἐπισώρευση]]), [[νητός]] [[χρυσός]] (=συσσωρευμένο χρυσάφι). | ||
}} | }} |