Anonymous

νόος: Difference between revisions

From LSJ
20 bytes added ,  29 November 2022
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 60: Line 60:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=[[νοῦς]] (=[[μυαλό]], [[κρίση]], [[ἀντίληψη]], [[σκέψη]], [[σκοπός]], [[σχέδιο]], [[σημασία]] λέξης). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τό [[νεύω]] ἤ μέ τό [[νέω]] (=κολυμπῶ), ([[τότε]]: [[νοῦς]] = [[ρεῦμα]] σκέψεων). Πιό βέβαιο νά εἶναι συγγενικό μέ τή ρίζα γνοτοῦ [[γιγνώσκω]] (ρίζα νο-).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νοερός]], [[νοέω]] νοῶ (καταλαβαίνω, [[μηχανεύομαι]]), [[νόημα]] (=[[ἰδέα]], [[σκοπός]]), [[ἐπινόημα]], [[κατανόημα]], [[νοήμων]], [[νόησις]], (δια, ἐπι, [[ἐν]], κατα, παρα, συνεν)[[νόησις]], [[νοητέον]], [[νοητικός]] (=[[ἔξυπνος]]), [[νοητός]], [[ἀνόητος]], [[ἀπρονόητος]], [[ἀνυπονόητος]], [[δυσνόητος]], ([[ἐν]], κατα, προ)[[νοητέον]], [[ἄνοια]] (=[[ἀνοησία]]), [[ἀπόνοια]] (=ἀπόγνωση), [[διάνοια]] (=σκέψη), [[ἐπίνοια]] (=σχέδιο), [[μετάνοια]], [[παράνοια]] (=[[παραφροσύνη]]), [[πρόνοια]], [[σύννοια]] (=ἀνησυχία), [[ὑπόνοια]] (=[[ὑποψία]]), [[ὁμόνοια]], [[νουθετῶ]] (=[[συμβουλεύω]]), [[νουνεχής]] (=[[συνετός]]), [[νοοποιός]], -όν ([[ποιέω]]) (=αὐτός πού δίνει μυαλό), [[νουβυστικός]], -ή, -όν (βύω), (=[[συνετός]], [[εὐφυής]]).
|mantxt=[[νοῦς]] (=[[μυαλό]], [[κρίση]], [[ἀντίληψη]], [[σκέψη]], [[σκοπός]], [[σχέδιο]], [[σημασία]] λέξης). Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Πιθανόν νά σχετίζεται μέ τό [[νεύω]] ἤ μέ τό [[νέω]] (=[[κολυμπῶ]]), ([[τότε]]: [[νοῦς]] = [[ρεῦμα]] σκέψεων). Πιό βέβαιο νά εἶναι συγγενικό μέ τή ρίζα γνοτοῦ [[γιγνώσκω]] (ρίζα νο-).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νοερός]], [[νοέω]] νοῶ (καταλαβαίνω, [[μηχανεύομαι]]), [[νόημα]] (=[[ἰδέα]], [[σκοπός]]), [[ἐπινόημα]], [[κατανόημα]], [[νοήμων]], [[νόησις]], (δια, ἐπι, [[ἐν]], κατα, παρα, συνεν)[[νόησις]], [[νοητέον]], [[νοητικός]] (=[[ἔξυπνος]]), [[νοητός]], [[ἀνόητος]], [[ἀπρονόητος]], [[ἀνυπονόητος]], [[δυσνόητος]], ([[ἐν]], κατα, προ)[[νοητέον]], [[ἄνοια]] (=[[ἀνοησία]]), [[ἀπόνοια]] (=[[ἀπόγνωση]]), [[διάνοια]] (=[[σκέψη]]), [[ἐπίνοια]] (=[[σχέδιο]]), [[μετάνοια]], [[παράνοια]] (=[[παραφροσύνη]]), [[πρόνοια]], [[σύννοια]] (=[[ἀνησυχία]]), [[ὑπόνοια]] (=[[ὑποψία]]), [[ὁμόνοια]], [[νουθετῶ]] (=[[συμβουλεύω]]), [[νουνεχής]] (=[[συνετός]]), [[νοοποιός]], -όν ([[ποιέω]]) (=αὐτός πού δίνει μυαλό), [[νουβυστικός]], -ή, -όν (βύω), (=[[συνετός]], [[εὐφυής]]).
}}
}}
{{trml
{{trml