Anonymous

παύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 56: Line 56:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=σταματῶ). Θέμα παυ + σ → παύσ + j + ω = [[παύω]]. Εἶναι συγγενικό μέ τό [[παῦρος]] (=[[μικρός]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[παῦλα]], [[ἀνάπαυλα]], [[παῦσις]], [[ἀνάπαυσις]], [[κατάπαυσις]], [[παυσίπονος]], [[παυστέον]], [[παυστήρ]], [[παυστήριος]], [[παυστικός]], [[διάπαυμα]], [[ἀναπαυστήριος]] ἤ [[ἀναπαυτήριος]], [[ἄπαυστος]], [[δυσκατάπαυστος]], [[παυσωλή]].
|mantxt=(=[[σταματῶ]]). Θέμα παυ + σ → παύσ + j + ω = [[παύω]]. Εἶναι συγγενικό μέ τό [[παῦρος]] (=[[μικρός]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[παῦλα]], [[ἀνάπαυλα]], [[παῦσις]], [[ἀνάπαυσις]], [[κατάπαυσις]], [[παυσίπονος]], [[παυστέον]], [[παυστήρ]], [[παυστήριος]], [[παυστικός]], [[διάπαυμα]], [[ἀναπαυστήριος]] ἤ [[ἀναπαυτήριος]], [[ἄπαυστος]], [[δυσκατάπαυστος]], [[παυσωλή]].
}}
}}