3,274,919
edits
Line 56: | Line 56: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=κτῶμαι (=ἀποκτῶ). Ἡ ρίζα κταπού γίνεται κτεκαί κτηΠαράγωγα: [[κτέανον]], (πληθ.) κτέανα (=[[περιουσία]]), [[κτέαρ]] (=χτῆμα), [[κτεατίζω]] (=[[κερδίζω]]), κτεατήρ (=[[κάτοχος]]), [[κτεάτειρα]], [[κτεατιστός]], [[κτέρας]] (=χτῆμα), [[κτέρεα]], τά (=νεκρικά δῶρα, ἐπικήδειες τιμές), [[κτερίζω]] (=θάβω μέ τιμές), [[κτερίσματα]], [[κτῆμα]], [[κτηματικός]], [[κτῆνος]], [[κτῆσις]] (=ἀπόκτηση, [[περιουσία]]), (ἀνά, [[κατά]], πρόσ)κτησις, [[κτήσιος]], [[κτητέος]], κτητέον, [[κτητικός]], [[κτητός]], [[ἄκτητος]], [[ἀξιόκτητος]], [[ἐπίκτητος]], [[κτήτωρ]], [[πολυκτήμων]], [[ἀκτήμων]]. | |mantxt=κτῶμαι (=[[ἀποκτῶ]]). Ἡ ρίζα κταπού γίνεται κτεκαί κτηΠαράγωγα: [[κτέανον]], (πληθ.) κτέανα (=[[περιουσία]]), [[κτέαρ]] (=[[χτῆμα]]), [[κτεατίζω]] (=[[κερδίζω]]), κτεατήρ (=[[κάτοχος]]), [[κτεάτειρα]], [[κτεατιστός]], [[κτέρας]] (=[[χτῆμα]]), [[κτέρεα]], τά (=νεκρικά δῶρα, ἐπικήδειες τιμές), [[κτερίζω]] (=θάβω μέ τιμές), [[κτερίσματα]], [[κτῆμα]], [[κτηματικός]], [[κτῆνος]], [[κτῆσις]] (=ἀπόκτηση, [[περιουσία]]), (ἀνά, [[κατά]], πρόσ)κτησις, [[κτήσιος]], [[κτητέος]], κτητέον, [[κτητικός]], [[κτητός]], [[ἄκτητος]], [[ἀξιόκτητος]], [[ἐπίκτητος]], [[κτήτωρ]], [[πολυκτήμων]], [[ἀκτήμων]]. | ||
}} | }} |