3,273,268
edits
Line 50: | Line 50: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=κρασί). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἀρχικά ἦταν ϝοῖνος (Λατιν. [[vinum]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[οἰνάνθη]] (=τό πρῶτο βλαστάρι τοῦ ἀμπελιοῦ), οἰνάςάδος (=ἀμπέλι, κρασί), [[οἴνη]] (=ἀμπέλι), [[οἰνηρός]], [[οἰνοβαρής]], [[οἰνόφλυξ]] (=[[μέθυσος]]), [[οἰνοχόος]], [[οἰνοχόη]], [[οἰνοχοέω]] -ῶ, [[οἰνοχόημα]], [[οἶνοψ]] (=[[σκοτεινός]] ὅπως τό κρασί), [[οἰνόω]] -ῶ (=μεθῶ κάποιον), [[οἰνών]] -ῶνος (=κελλάρι), [[οἴνωσις]] (=κέφι), [[παροινία]] (=[[συμπεριφορά]] μεθυσμένου). | |mantxt=(=[[κρασί]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἀρχικά ἦταν ϝοῖνος (Λατιν. [[vinum]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[οἰνάνθη]] (=τό πρῶτο βλαστάρι τοῦ ἀμπελιοῦ), οἰνάςάδος (=ἀμπέλι, κρασί), [[οἴνη]] (=[[ἀμπέλι]]), [[οἰνηρός]], [[οἰνοβαρής]], [[οἰνόφλυξ]] (=[[μέθυσος]]), [[οἰνοχόος]], [[οἰνοχόη]], [[οἰνοχοέω]] -ῶ, [[οἰνοχόημα]], [[οἶνοψ]] (=[[σκοτεινός]] ὅπως τό κρασί), [[οἰνόω]] -ῶ (=μεθῶ κάποιον), [[οἰνών]] -ῶνος (=[[κελλάρι]]), [[οἴνωσις]] (=[[κέφι]]), [[παροινία]] (=[[συμπεριφορά]] μεθυσμένου). | ||
}} | }} | ||
{{elmes | {{elmes |