Anonymous

οἶνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 50: Line 50:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=κρασί). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἀρχικά ἦταν ϝοῖνος (Λατιν. [[vinum]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[οἰνάνθη]] (=τό πρῶτο βλαστάρι τοῦ ἀμπελιοῦ), οἰνάςάδος (=ἀμπέλι, κρασί), [[οἴνη]] (=ἀμπέλι), [[οἰνηρός]], [[οἰνοβαρής]], [[οἰνόφλυξ]] (=[[μέθυσος]]), [[οἰνοχόος]], [[οἰνοχόη]], [[οἰνοχοέω]] -ῶ, [[οἰνοχόημα]], [[οἶνοψ]] (=[[σκοτεινός]] ὅπως τό κρασί), [[οἰνόω]] -ῶ (=μεθῶ κάποιον), [[οἰνών]] -ῶνος (=κελλάρι), [[οἴνωσις]] (=κέφι), [[παροινία]] (=[[συμπεριφορά]] μεθυσμένου).
|mantxt=(=[[κρασί]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἀρχικά ἦταν ϝοῖνος (Λατιν. [[vinum]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[οἰνάνθη]] (=τό πρῶτο βλαστάρι τοῦ ἀμπελιοῦ), οἰνάςάδος (=ἀμπέλι, κρασί), [[οἴνη]] (=[[ἀμπέλι]]), [[οἰνηρός]], [[οἰνοβαρής]], [[οἰνόφλυξ]] (=[[μέθυσος]]), [[οἰνοχόος]], [[οἰνοχόη]], [[οἰνοχοέω]] -ῶ, [[οἰνοχόημα]], [[οἶνοψ]] (=[[σκοτεινός]] ὅπως τό κρασί), [[οἰνόω]] -ῶ (=μεθῶ κάποιον), [[οἰνών]] -ῶνος (=[[κελλάρι]]), [[οἴνωσις]] (=[[κέφι]]), [[παροινία]] (=[[συμπεριφορά]] μεθυσμένου).
}}
}}
{{elmes
{{elmes